Γράφει η Κατερίνα Ανδριανού
Όταν είσαι μικρός, ο έρωτας είναι φωτιά που καίει γρήγορα και σβήνει εύκολα. Λίγα δάκρυα, μερικά μεθύσια, δύο-τρεις κουβέντες στις φίλες ή τους κολλητούς, και πάμε παρακάτω. Έχεις χρόνο μπροστά σου, πιστεύεις ότι οι ευκαιρίες δεν τελειώνουν, και ο χωρισμός είναι απλώς μια στάση, όχι προορισμός.
Κι έρχεται η ζωή και γελάει μαζί σου.
Γιατί μεγαλώνεις, και μαζί σου μεγαλώνει και το βάρος αυτών που νιώθεις. Δεν ερωτεύεσαι εύκολα πια, αλλά όταν το κάνεις, το κάνεις με όλο σου το είναι. Δεν έχεις περιθώριο για επιπολαιότητες. Δεν δίνεις απλά τον χρόνο σου, δίνεις τον εαυτό σου.
Και τότε είναι που ο χωρισμός δεν είναι πια ένα «πάμε παρακάτω».
Είναι γροθιά στο στομάχι.
Είναι να ξυπνάς και να ψάχνεις την ανάσα σου.
Είναι να γυρνάς σπίτι και να βρίσκεις ακόμα εκείνη την κούπα του καφέ της, το άρωμά του στο μαξιλάρι.
Είναι να προσπαθείς να πεις στον εαυτό σου «δεν πειράζει», αλλά μέσα σου να ξέρεις πως πειράζει. Και πολύ μάλιστα.
Γιατί όταν χάνεις έναν άνθρωπο στα 30, στα 35, στα 40… δεν χάνεις απλώς μια σχέση.
Χάνεις μια ολόκληρη πραγματικότητα που είχες φτιάξει μαζί του. Χάνεις τη βεβαιότητα ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που ξέρει πώς πίνεις τον καφέ σου, που σε καταλαβαίνει χωρίς να μιλήσεις, που ήταν το πρώτο μήνυμα το πρωί και το τελευταίο το βράδυ.
Και πονάει.
Πονάει γιατί ξέρεις πια ότι οι άνθρωποι δεν αντικαθίστανται. Ότι όσοι έφυγαν, δεν θα ξανάρθουν ίδιοι. Ότι ο έρωτας δεν είναι άπειρος και οι δεύτερες ευκαιρίες δεν είναι πάντα εκεί να σε περιμένουν.
Αλλά ξέρεις κάτι;
Αξίζει.
Αξίζει να πέφτεις στα πατώματα, να νιώθεις, να καίγεσαι, να τα δίνεις όλα.
Γιατί όσο μεγαλώνεις, τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις ότι ο έρωτας είναι το μόνο που σε κάνει να νιώθεις πραγματικά ζωντανός.
Κι αν είναι να πονέσεις, ας πονέσεις.
Αλλά τουλάχιστον, να έχεις ζήσει.