Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν ήθελα να καταλάβω, γιατί αυτό δεν με συνέφερνε. Δεν ήθελα να καταλάβω, γιατί θα έβλεπα πως σε έχανα. Αλλά καθώς μεγάλωσα έπρεπε να δω πιο καθαρά και να μην εθελοτυφλώ. Είμαστε δύο άνθρωποι τόσο αντίθετοι και τόσο διαφορετικοί.
Δύο άνεμοι που φυσάνε σε αντίθετες πορείες. Δύο φωτιές που δεν σμίγουν. Αλλά αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί δείχνεις να με μισείς. Ίσως όμως να μισείς όλες τις γυναίκες. Έχω αποδεχτεί το γεγονός πως δεν μπορείς να μ’ αγαπήσεις.
Δεν μπορούμε όλους να τους αγαπήσουμε και συμφιλιώθηκα με αυτό. Συμφιλιώθηκα γιατί κι εγώ δεν μπορώ να αγαπήσω όλους τους ανθρώπους κι ας μ’ αγαπήσανε οι ίδιοι πραγματικά. Δεν χρειάζεται πλέον να με πληγώνεις, ίσως γιατί δεν θα σ’ αφήσω εγώ.
Μεγαλώσαμε πια και πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τον εγωισμό μας και να καταλάβουμε ότι όσο και να θέλουμε να ταιριάζουμε, δεν μπορούμε. Εγώ σ’ αγάπησα βαθιά, τόσο βαθιά που δεν μπόρεσες να βγεις από μέσα μου. Εσύ απ’ την άλλη με πλήγωνες τόσο λες και με μισούσες.
Ακόμη σ’ αγαπάω, ακόμη σε πονάω, ακόμη σε νοιάζομαι, αλλά ήρθε η ώρα που πρέπει να σ’ αφήσω. Ίσως έτσι ξαναβρώ τον εαυτό μου, αυτόν που πάντα άφηνα πίσω για να μην σου λείψει τίποτα. Δεν πειράζει σου λέω που δεν μ’ αγάπησες, σ’ αγάπησα εγώ και για του δύο. Απλά έχω ένα παράπονο.
Πώς μπόρεσες μετά από τόση αγάπη να φύγεις και να μην κοιτάξεις ούτε πίσω σου; Πώς μπόρεσες να διανύσεις όλη αυτήν την απόσταση; Αλλά έμαθες να φεύγεις όταν είσαι θυμωμένος και να ξανά γυρνάς όταν ηρεμήσεις. Κι εγώ τι θέση πρέπει πλέον να κρατήσω;
Πάντα συγχωρούσα το φευγιό σου, αλλά τώρα είναι διαφορετικά κι ας σ’ αγαπάω ακόμη. Τώρα πρέπει να κοιτάξω εμένα και τις πληγές μου.
Όσο κι αν σ’ αγαπώ πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου. Αυτόν που άφησα πίσω για να σ’ αγαπήσω!