Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ήρθες από το πουθενά μια ηλιόλουστη μέρα του Αυγούστου, γεμάτος χαμόγελο και μάτια που πέταγαν φωτιά, όρθιος σε ένα καφέ να παραγγέλνεις «ένα από το γνωστό» στο κορίτσι του μπαρ.
Από τότε, οι μέρες μου γέμισαν φως, ελπίδα και ευχές. Οι νύχτες μου γέμισαν αστέρια στον ουρανό, και το φεγγάρι έφεγγε κάθε νύχτα πάνω από τη σκεπή μου. Οι σκέψεις μου έμοιαζαν με παραμύθι, και οι προσευχές μου είχαν μέσα τους και εσένα.
Η αγάπη πλημμύρισε με λόγια που γίνονταν πράξεις, και ο έρωτας πήρε το χρώμα του δειλινού. Κάθε Πρωτοχρονιά που βρισκόμασταν μαζί, υψώναμε το βλέμμα μας στον ουρανό και ταυτόχρονα κάναμε την ίδια ευχή, μέχρι που αυτή έγινε πραγματικότητα δύο χρόνια μετά.
Οι γιορτές μας πήραν τον δρόμο που τους άξιζε, και εμείς, μαζί με αυτές, γίναμε και πάλι παιδιά. Χωρίς φόβο, χωρίς ενοχές, χωρίς εφιάλτες, απλά αθώα και όμορφα. Πιστέψαμε ξανά στη μαγεία και στα δώρα που φέρνει αυτός ο εύσωμος κύριος με τη μακριά γενειάδα και την κόκκινη στολή.
Ήρθες χωρίς υποσχέσεις, αλλά στο τέλος του απολογισμού έγινες όλα αυτά που χρειαζόμουν και ευχόμουν κάθε χρόνο, λίγο πριν ανοίξουν οι ουρανοί.
Σήμερα, σε αυτόν τον χρόνο που θα φύγει διαδέχοντας τον επόμενο, δεν εύχομαι τίποτα. Απλά παρακαλώ να είναι ευτυχισμένος!