Γράφει ο Μιχάλης Στεφανίδης
Δεν έψαχνα τη γυναίκα-όνειρο. Δεν περίμενα την τέλεια. Δεν με ένοιαξαν ποτέ τα αψεγάδιαστα. Ήθελα απλώς μια γυναίκα που να ξέρει να μένει. Να μείνει όταν ο κόσμος γύρω γκρεμίζεται. Να μείνει όταν οι λέξεις δεν βγαίνουν σωστά. Να μείνει όταν τα λάθη με βαραίνουν και δεν έχω δύναμη να απολογηθώ.
Εσύ δεν έμεινες. Έφυγες στο πρώτο στραβοπάτημα. Στην πρώτη ρωγμή. Στο πρώτο λάθος. Δεν μου έδωσες καν χώρο να διορθώσω. Δεν μου έδωσες ούτε τον χρόνο να σου εξηγήσω. Μόλις κάτι πήγε λίγο αλλιώς απ’ ό,τι είχες στο μυαλό σου, το γύρισες στην πλάτη και έφυγες. Σαν να μην ήμουν ποτέ αρκετός. Σαν να περίμενες το παραμικρό για να τραβήξεις την έξοδο.
Κι εγώ; Έμεινα να ψάχνω σε ποια λέξη σκάλωσε η καρδιά σου. Σε ποια πράξη διάλεξες να ξεχάσεις όλα όσα ήμασταν. Μου έδωσες την αίσθηση πως μπορεί και να το ήθελες από την αρχή να μη δουλέψει. Ίσως γιατί έτσι δεν θα χρειαζόταν να μπεις βαθιά. Να επενδύσεις. Να φθαρείς.
Μα δεν λειτουργεί έτσι η αγάπη. Δεν είναι διαγωνισμός τελειότητας. Δεν μετριέται με σωστά και λάθη. Αν είναι να με αγαπήσεις, θα πρέπει να μπορείς να με δεις και στα σκοτάδια μου. Να σταθείς δίπλα μου όταν τα μέσα μου κάνουν θόρυβο και δεν βρίσκω τον δρόμο μου.
Δεν σε κατηγορώ που δεν άντεξες. Ούτε που φοβήθηκες. Απλώς, δεν ήσουν για εκείνο που ήθελα. Δεν ήσουν για το «μαζί» που παλεύει, πέφτει, μα σηκώνεται. Ήσουν για το εύκολο. Για το όσο πάει καλά.
Κι εγώ; Εγώ ήθελα μια γυναίκα που όταν όλα πάνε στραβά, μένει. Που όταν κάνω λάθος, μου κρατάει το χέρι, δεν με τιμωρεί με σιωπές και αποστάσεις.
Δεν ήθελα την τέλεια. Ήθελα εσένα. Αλλά να ξέρεις να μένεις.
Και εσύ, έφυγες. Ήρεμα, γρήγορα, σχεδόν ήσυχα. Σαν να μην ήμασταν ποτέ τίποτα.
Μόνο που εγώ ακόμα κουβαλάω όλα όσα δεν άντεξες.
Και όλα όσα δεν έμεινες να δεις.