Γράφουν ο Γιώργος Καραγεώργος και η Ματίνα Νικάκη
Εκείνος:
Δεν μελαγχολώ για τα απότομα βουνά που έπρεπε να ανέβω.
Δεν μελαγχολώ για τις πληγές που κουβαλάει η ψυχή μου.
Δεν με στεναχωρεί που πίστεψα σε ανθρώπους απάνθρωπους και στο τέλος με εκμεταλλεύτηκαν.
Δεν με στεναχωρεί που στην αγωνία μου για να βρω την αγάπη, πόνεσα πάρα πολύ, ενώ το ήξερα καλά πως η αγάπη δεν πονάει, ρε πούστη μου.
Ούτε που κακοποίησα τον έρωτα σε βρόμικα κρεβάτια με στεναχωρεί. Κι εγώ προσπαθούσα αυτό να το πω έρωτα, για να κοροϊδέψω τον ίδιο μου τον εαυτό, για να τον ταΐσω με μια ψευδαίσθηση και να με ησυχάσω.
Δεν θα άλλαζα στιγμές και εμπειρίες μου. Δεν θα απέφευγα τα λάθη μου, αν γύριζα τον χρόνο πίσω, μόνο και μόνο για να στεναχωρηθώ λιγότερο.
Δεν μελαγχολώ, σου λέω, για ό,τι έζησα πιο πριν. Για τις ζόρικες μου μέρες και για τα βράδια που μαζευόμουνα κουβάρι επάνω στο κρεβάτι μου, ατιμασμένος και προδομένος από “δικούς μου” ανθρώπους.
Δεν είναι ικανά όλα αυτά να με μελαγχολήσουνε.
Μελαγχολώ όμως, ώρες ώρες, που άργησες να έρθεις στη ζωή μου.
Με πιάνει ένα γαμημένο παράπονο κάποιες φορές, γιατί είμαι απόλυτα βέβαιος πως δεν θα καταφέρω ποτέ να σε χορτάσω εγώ εσένα.
Με στεναχωρεί λιγάκι, μάτια μου, η σκέψη πως δεν θα προλάβω να σου δώσω τόση αγάπη, όση τελικά σου άξιζε.
Εκείνη:
Δεν είναι η φτιάξια μας τέτοια, μάτια μου. Δε μετανιώνουμε για όσα δώσαμε εμείς. Δεν ξέρουμε, εξάλλου, να μη δίνουμε.
Κάτι που απόλαυσα στο ταξίδι μου μέχρι να σε συναντήσω ήταν η χαρά που είδα στα μάτια των ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή μου.
Την υπερηφάνεια τους για τις πρωτιές μου.
Την ανακούφιση τους όταν εγώ σήκωνα στους δικούς μου ώμους το φορτίο τους.
Το καμάρι τους όταν εγώ περπατούσα δίπλα τους.
Τη λατρεία όταν εγώ κοιτούσα απλά μία πανσέληνο.
Την αγάπη τους, χωρίς καν να μιλούν. Όλα μέσα από τα μάτια τους.
Μόνο τα καλά τους θα κρατήσω στο μπαούλο του μυαλού μου. Στο κουτί εκείνο του εκπαιδευτικού παρελθόντος μου. Το έχω στολίσει με ζωγραφισμένα λουλούδια και πολλά χρώματα. Έχω βάλει μέσα τα πιο όμορφα αρώματα που συνάντησα και τις πιο γλυκές εικόνες. Το έκλεισα και το κλείδωσα. Έτσι όμορφο που είναι, δε χαλάει την ομορφιά της δικής μου ψυχής. Γιατί τα θέλω όλα όμορφα εγώ.
Γι’ αυτό και σε ξεχώρισα εσένα. Γιατί ήθελα στο τέλος της ζωής μου να με συντροφεύει ό,τι πιο όμορφο υπάρχει στα δικά μου μάτια.
Θέλω να χαμογελάω και το χαμόγελό μου να είσαι εσύ.
Θέλω να ονειρεύομαι και σε όλα μου τα όνειρα να είσαι ο πρωταγωνιστής.
Θέλω να γαληνεύω, μόνο μέσα στη δική σου αγκαλιά.
Να θυμώνω και να φταις εσύ.
Όταν με πληγώνουν, εσύ να με παρηγορείς.
Να είσαι η σιωπή κι ο ψίθυρός μου.
Η ηρεμία και η ταραχή μου.
Το τέλος και η αρχή μου.
Όλα εσύ, γιατί τελικά μόνο εσύ μπορείς να διαβάσεις τα δικά μου μάτια!