Γράφει η Ελένη Αράπη.
Αφεθείτε στην υπέρβαση της αγάπης.
Οσο αγαπώ και αγαπιέμαι, όσο ζω και ανασαίνω, όσο τον κόσμο μας ψηλαφώ, συνειδητοποιώ ότι μόνο αν υπερβούμε εαυτόν, αν αγαπήσουμε τον άλλο άνθρωπο ως εαυτόν, θα μπορέσουμε εκ νέου τον κόσμο μας να πλάσουμε.
Κοίτα γύρω σου πρόσωπα σκυθρωπά, αγριεμένα, μες στην οργή παραδομένα. Κοίτα καλύτερα, δεν μπορεί θα δεις, έξω απο ένα σχολείο τα παιδιά χαμογελούν. Κοίτα καλύτερα εκεί στο παγκάκι, αυτό το αγόρι – το οποιοδήποτε αγόρι- με αυτό το κορίτσι, παρατήρησε πως κοιτάνε το ένα το άλλο. Όλος ο κόσμος μέσα στα μάτια τους. Νιώσε τη δόνηση να σε συνεπαίρνει, δεν αγγίζονται, μα σφιχτά αγαπούν.
Κοίτα και λίγο πιο πέρα, λίγα χρόνια μετά, τα ίδια παιδιά, ενήλικες πια, με τα δεσμά του γάμου θηλιά. Πόσες φωνές, πόση οργή χαραγμένη στο πρόσωπο τους. Δίπλα τους δυο παιδιά, τα παιδιά τους, κλείνουν τα αυτιά “Εγώ ποτέ δεν θα παντρευτώ”, λέει το ένα στο άλλο, “εγώ ποτέ δεν θα κάνω παιδιά, γιατί να τα κάνω για να ουρλιάζω μέσα στα αυτιά τους;”
Ποιοί είναι αυτοί οι ξένοι, πού πήγε το φως, πού πήγε ο έρωτας, πώς σκοτείνιασε η αγάπη;
Και γιατί συνεχίζουν το προσωπείο της ευτυχισμένης οικογένειας να φορούν, για τα παιδιά που ευνουχίζουν ή μήπως για την ανασφάλειά τους.
Υποκριτές οι εθισμένοι που δεν παραδέχονται το λίγο τους, τη δειλία τους. Και μαραζώνουν και παράλληλους κόσμους δημιουργούν και βουλιάζουν στο ψέμα, περιμένοντας ίσως ένα θαύμα.
Πόσο ψέμα να αντέξει η ψυχή σου.
Κλείσε τώρα τα μάτια και φαντάσου ολόγυρα σου ερωτευμένους ανθρώπους, δες μικρά παιδιά να χαμογελούν, εφήβους να δίνουν το πρώτο φιλί, άντρες, γυναίκες ενωμένους, σφιχτά αγαπημένους.
Φαντάσου τα τέρατα που ονομάζονται ηγέτες να είναι ερωτευμένοι, να χτυπάει η καρδιά τους, αυτό το όργανο που νομίζουν ότι υπάρχει μόνο για να τους τροφοδοτεί με παγωμένο αίμα. Φαντάσου να έπαιρνε φωτιά, να πυρπολούνταν οι φλέβες, να ξεχύλιζε η αγάπη.
Τι κόσμος, αυτός ο μικρός ο μέγας, τι ανθρώπινος κόσμος, όλοι μια αγκαλία, ένα χάδι, με μοναδικό τους θεό τον Έρωτα, που απογειώνει την Αγάπη.
Ένας κόσμος χωρίς συμβάσεις, χωρίς συμβόλαια, χωρίς δαχτυλίδια θηλιές, παιδιά του έρωτα, που δεν ντρέπονται να αγκαλιάζουν το ένα το άλλο, που δεν ντρέπονται να ζουν, να ποθούν, να αγαπούν, που αντί για Καλημέρα φωνάζουν:
“Σ΄Αγαπώ…Σε Αγαπάω Ζωή κάθε μέρα”.
Φαντάσου έναν τέτοιο παράλληλο, ουτοπικό κόσμο.
Και τώρα άνοιξε τα μάτια και κοίτα τον κόσμο σου. Κοίτα στον καθρέφτη εσένα, πόσο ακόμα θα είσαι νεκρός, πόσο ακόμα η οργή και το μίσος θα σου χαράσσουν το πρόσωπο, περιμένοντας όχι ένα θαύμα μα τον θάνατο να σε λυτρώσει.
Πότε δεν είναι αργά, να ξαναγεννηθείς, αρκεί και μόνο να αλλάξει η ματιά μας, για να αλλάξει και ο κόσμος μας.
LoveLetters