Γράφει η Πράξια Αρέστη
Την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε δεν με φίλησες, δεν με αγκάλιαζες, δεν με κοίταζες.
Κάτι σε γέμιζε με τύψεις.
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε είπες πως ό,τι κι αν γινόταν μεταξύ μας δε θα ήθελες ποτέ να χαθούμε. Ότι δεν ήμουν σαν τις άλλες.
Δεν ήξερα…
Έμαθα την αλήθεια και όλη η ζωή μου πέρασε σε λίγα λεπτά μπροστά από τα μάτια μου.
Υπήρχε άλλη. Κι αυτό εξηγούσε τα πάντα.
Τα γιατί, δυστυχώς, τελείωσαν.
Τα χαμένα κομμάτια του παζλ έδεσαν και όλα πια ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό μου.
Τα αναπάντητα μηνύματα, τα νεύρα, οι κατηγορίες, τα μοναχικά βράδια, το λίγο που μου έδινες…
Δεν έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Το είχα νιώσει ήδη πολλές φορές κι ας το αρνιόσουν.
Δεν έκλαψα. Είχα ήδη κλάψει άπειρες φορές γι’ αυτό χωρίς να το ξέρω.
Δεν ένιωσα ηλίθια. Πήρα το ρίσκο μου κι ας ήξερα. Τόσο ήθελα ακόμα μια στιγμή σου.
Πίστευα πάντα πως θα ωρίμαζες. Πώς θα γινόσουν καλύτερος για σένα και για μας. Πίστεψα στα λόγια σου και με παρέσυρε το πάθος σου.
Από την άλλη, όμως, προετοιμαζόμουν για το τέλος. Γι’ αυτό τώρα στέκομαι ακόμη όρθια. Γι’ αυτό η αλήθεια με απελευθέρωσε και με κάνει να γελάω.
Είναι λες και ακούω το ένστικτό μου να μου λέει, “βλέπεις στα έλεγα εγώ, ότι είναι αναξιόπιστος και παθολογικός ψεύτης. ότι θέλει κι άλλες όπως θέλει εσένα, ότι σε κατηγορεί για όλα όσα ο ίδιος σου κάνει, ότι βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, αλλά εσύ ξεροκέφαλη δεν άκουγες. Τον άφησες να σε πατάει γιατί είσαι μια ηλίθια ρομαντική που πίστευε σε έρωτες και ότι οι άνθρωποι αλλάζουν”.
Και η καρδιά μου απαντά, “δεν μετανιώνω για τίποτα. Αυτός μπορεί να μην ήταν αληθινός, εγώ όμως ήμουν το κάθε λεπτό. Και κάθε φορά που τον έβλεπα χτυπούσα δυνατά. Κάθε φορά που αγγιζόμασταν, που τσακωνόμασταν ήμουν ζωντανή, ένιωθα, ακόμα κι όταν μου έλειπε, ακόμα κι όταν ήταν αλλού”.
Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι σε συγχωρώ, μπορώ όμως να πω με σιγουριά ότι μου λείπεις. Πάντα θα μου λείπεις.
Κι ίσως να μην τηρήσεις πάλι το λόγο σου και να με ξεγράψεις όπως έκανες με όλες. Κι ίσως να μην πάλεψες για μένα γιατί φοβήθηκες να δεις την αλήθεια και να την παραδεχτείς στον εαυτό σου. Ίσως πάλι να μην ξαναγύρισες γιατί ξέρεις ότι άφησες πίσω σου καμένη γη.
Χωρίς τύψεις, ίσως προτίμησες πάλι σαν δειλός να κρυφτείς.
Δεν βλέπεις, όμως, ότι αυτή η καμένη γη, ανθίζει και πρασινίζει ξανά απ’ την αρχή. Γιατί τώρα που έσβησες τη φωτιά μου, τον έρωτά μου, τώρα που τα κατάφερες εγώ ξαναγεννήθηκα μέσα από τις στάχτες μου.