Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Δεν χρειάζεται να μου το πεις.
Το βλέπω.
Το νιώθω στον τρόπο που τεντώνεσαι κάθε φορά που πάω να σε αγγίξω. Στον τρόπο που κρατάς τις αποστάσεις, σαν να φοβάσαι μην παρασυρθείς.
Στο βλέμμα σου, που καίει, αλλά διστάζει να μείνει.
Στα βήματά σου, που μισό-έρχονται και μισό-φεύγουν.
Σε ξέρω, πιο πολύ απ’ όσο θες να παραδεχτείς. Ξέρω τι έχεις ζήσει. Ξέρω πόσες φορές έδωσες και πόσες φορές σε ξέχασαν. Ξέρω πως κάποτε αγάπησες με όλη σου την ψυχή και στο τέλος έμεινες με τα χέρια άδεια.
Ξέρω πως έμαθες να φυλάγεσαι. Να μην αφήνεις κανέναν να σε πλησιάσει αρκετά. Να μην επιτρέπεις σε κανέναν να δει την ευάλωτη πλευρά σου.
Γιατί η εμπιστοσύνη έγινε ο μεγαλύτερός σου φόβος.
Γιατί τα σ’ αγαπώ που άκουσες, είχαν ημερομηνία λήξης.
Γιατί τα χέρια που σε κράτησαν, σε άφησαν να πέσεις τη στιγμή που δεν έπρεπε.
Και τώρα;
Τώρα, φοβάσαι ακόμα και το χάδι.
Τώρα, το “μαζί” σου μοιάζει με παγίδα.
Κι όμως, ξέρω ότι το θες.
Ότι σου λείπει.
Ότι μέσα σου, εκεί, σε μια γωνία που δεν αφήνεις κανέναν να δει, διψάς για έναν άνθρωπο να σε κοιτάξει στα μάτια και να σε κάνει να πιστέψεις ξανά.
Δεν σου ζητάω να μου δώσεις κάτι που δεν έχεις. Δεν σου ζητάω να διαγράψεις το παρελθόν σου ή να ξεχάσεις τα όσα έμαθες.
Αλλά κοίτα…
Κάποιοι άνθρωποι δεν έρχονται για να σε διαλύσουν.
Κάποιοι έρχονται για να σταθούν εκεί που οι άλλοι έφυγαν.
Δεν θα σου πω μεγάλα λόγια. Δεν θα σου ζητήσω να με εμπιστευτείς τυφλά.
Μόνο ένα πράγμα θα σου πω.
Δεν είμαι εκείνοι.
Δεν είμαι άλλη μια ιστορία που θα προσθέσεις στη λίστα με όσα σε έκαναν να φοβάσαι.
Αλλά το αν θα το δεις, δεν εξαρτάται από μένα.
Εξαρτάται από εσένα.
Αν έχεις ακόμα το κουράγιο να δώσεις μια ευκαιρία στο “μαζί” που τόσο θες αλλά τόσο φοβάσαι.
Και αν τελικά αποφασίσεις να τη δώσεις, τότε μη φοβάσαι.
Δεν θα σε αφήσω να πέσεις.