Τώρα κατάλαβα πόσα έχασα, χάνοντάς σε!



For those who are "lost", there will always be cities…
Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Κάθε νύχτα, ψάχνω τρόπους ν’αγαπήσω τη μοναξιά μου. Ίσως έτσι, κάποια στιγμή, καταφέρω να τη διώξω μακριά. Ίσως έτσι να φύγει κάποτε.. Όπως έφυγες κι εσύ.
Πάνε μήνες τώρα. Μήνες που τρέχω με λυμένα τα κορδόνια μου. Μήνες που βρίσκω ανέμους στο διάβα μου, έτοιμους να με ταξιδέψουν σε γαλάζια νερά κι εγώ κρατώ δεμένα τα πανιά μου. Διώχνω καθετί που με πλησιάζει. Το διώχνω με θόρυβο, άκομψα πολλές φορές κι έπειτα πνίγω τις τύψεις στο αλκοόλ.
Δεν ξέρω τι μ’έχει πιάσει.. Οι μέρες περνούν αδιάφορα κι εγώ το μόνο που κάνω είναι να ξηλώνω το μέλλον μου. Πετάω ευκαιρίες, πετάω δουλειές, πετάω νέους έρωτες στα σκουπίδια. Κι όταν φθάνει η νύχτα και η ρουτίνα μου τελειώνει, κάθομαι μονάχος στο σκοτάδι και ράβω τ’όνομά σου στο “αύριο”.
Το χρωματίζω με τ’αγαπημένο σου μωβ. Κι όλο προσπαθώ να πείσω την καρδιά μου πως τελείωσε.
“Τελείωσε το γαμημένο.”
Κάνω πως ξεγλιστράω. Το αναβάλω συνεχώς. Αλλά η θηλιά σφίγγει. Όλο και περισσότερο. Ο ερωτικός δεσμός γίνεται “δεσμά”. Τα δεσμά μου. Οι θύμησες δεν μ’αφήνουν να ησυχάσω.. Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω, χάνοντάς σε.
Σε βλέπω ξανά και ξανά μες στην αχλή του ονείρου μου. Είμαστε σιωπηλοί ο ένας απέναντι από τον άλλον.
Πόσο φτωχές μοιάζουν οι λέξεις μπροστά στο μεγαλείο της σιωπής.
Κάνεις μια κίνηση με το χέρι σου και χαϊδεύεις τα γένια μου, που τόσο σ’αρέσει κι εγώ ονειρεύομαι πως είναι Κυριακή. Η Κυριακή που μου χρωστάς.. Σιγά – σιγά απομακρύνεσαι από το οπτικό μου πεδίο και μένω ν’αναρωτιέμαι πότε θα σε ξαναδώ. Ώσπου περνάει ο καιρός και συνειδητοποιώ πως ήταν εκείνη η τελευταία μας συνάντηση. Τότε που έδωσα μάχη για να σταματήσω το χρόνο. Έστω για κάποια δευτερόλεπτα, το κατάφερα! Για μια στιγμή σ’έσφιξα πάνω μου και ποτίστηκε το είναι μου από το δικό σου σώμα.
Εκείνο το γλυκό λίγωμα του πυρακτωμένου κορμιού σου, ζέστανε τη μοναξιά μου. Εκείνη η αγκαλιά μου ήταν αρκετή. Σκέπασε όλη τη γύμνια μου!
Μικροί που μας αγκάλιαζαν συνεχώς, κάπου δεν μας άρεσε, τραβιόμασταν, κάναμε πίσω.
Τώρα που χρειαζόμαστε αγκαλιές για να γιατρευτεί η ψυχή μας, δεν βρίσκουμε άνθρωπο..
Ποτέ δε θα καταφέρω να στο εξηγήσω αλλά.. υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στο πρόσωπό σου, κάτι αξιαγάπητο, όχι απλά όμορφο με τη συνήθη σημασία της λέξης. Κάτι το οποίο με κάνει να θέλω να είμαι εκεί! Δίπλα σου!
Θέλω να είμαι εκεί ρε γαμώτο, να σπάω τη μοναξιά σου, να την κάνω θρύψαλα, αυτό θέλω. Ξέρω – ξέρω. Τα διαβάζεις όλα αυτά κι αναρωτιέσαι.. “Τώρα πού είσαι; Τώρα που σε χρειάζομαι πού είσαι; Χθές; Προχθές το βράδυ, ξημερώματα, πού ήσουν;”
Εκεί είμαι! Δεν σε έχω αφήσει από τα μάτια μου, λεπτό! Από την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα, δεν σε έχω αφήσει! Δεν σε έχω βγάλει από το μυαλό μου, ούτε μια μέρα.. Ούτε μία..
Τι κι αν μαζεύω τον εγωισμό μου κομματάκι – κομματάκι. Δεν ψάχνω άλλοθι στις πράξεις μου. Μπάσταρδη υπήρξε η μνήμη. Και το μυαλό μπάσταρδο κι εκείνο. Γι’αυτό το αφήνω να ωρύεται κι ακολουθώ τη καρδιά.
Καληνύχτα! Πάω να κλάψω..
Related
