Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν με νοιάζει πλέον αν σου αρέσω.
Την τελευταία φορά που τσέκαρα τον δρόμο προς τον παράδεισο δεν περνούσε απ’ την αυλή σου διάβασα κάπου.
Γιατί εγώ το πάλεψα πολύ.
Και ξέρεις κάτι;
Αυτός που το παλεύει και νοιάζεται πιο πολύ, είναι αυτός που όταν φεύγει, φεύγει για πάντα.
Αλλά θα έρθει η στιγμή που η ζωή θα στα επιστρέψει.
Γιατί η ζωή είναι ένας αντικατοπτρισμός.
Ό,τι σπέρνεις, θερίζεις.
Κι αν σπείρεις ψέμα και πόνο, θα στο φτύσει κατάμουτρα.
Γι αυτό σου λέω, δεν έχει σημασία πως έφυγες, γιατί μπορεί να έφυγες σαν κύριος ή κυρία.
Σημασία έχει πώς ήσουνα μέσα στην σχέση, μέσα στην ζωή, μέσα στην αλήθεια, μέσα στο ψέμα.
Γιατί στην ουσία το ψέμα διαγράφει όλες τις αλήθειες και είναι αυτό που απομένει.
Όταν με ξαναδείς θα είμαι μια άλλη, τόσο άλλη που δεν θα με γνωρίσεις.
Πάντοτε αγαπούσα την φασαρία, ώσπου μια μέρα άκουσα την σιωπή σου.
Και την μίσησα.
Και την φασαρία και την σιωπή σου.
Εγώ που δεν μίσησα τίποτα στην ζωή μου, μίσησα την σιωπή.
Γι’ αυτό και δεν γυρίζω πίσω, δεν με νοιάζει πλέον να με καταλάβεις.
Δεν με νοιάζει αν με θυμάσαι.
Ο παράδεισος λοιπόν δεν περνάει απ’ την καρδιά σου, γιατί δεν ξέρω αν έχεις καρδιά για να αγαπήσεις.
Δεν ξέρω τι έχεις μέσα σου κι ούτε με νοιάζει.
Η δική μου ψυχή πετάει πλέον αλλού, εκεί που ο παράδεισος φαντάζει καθαρός.
Άλλη ψευτιά δεν την αντέχω.
Πώς κατάντησε έτσι αυτήν η πουτάνα η ζωή μου, πες μου πώς;
Πώς καταντήσαμε εμείς έτσι;
Ούτε αγαπημένοι, ούτε φίλοι, ούτε γνωστοί.
Μου συμπεριφέρθηκες σαν εχθρό σου κι αυτό μου στοίχισε πολύ, με πλήγωσε.
Κι αυτό που με πληγώνει πιο πολύ είναι ότι με σκότωσες.
Γιατί δύο φορές πεθαίνεις.
Μία όταν σε θάβουν και μία όταν σε ξεχνούν!
Η μετριότητα, σπρώχνει στην παραίτηση.
Η αγάπη δεν ξέρει τι θα πει παραίτηση.
Αλλά εγώ την αγάπη την έχω μέσα μου και δεν αποζητάω πλέον.
Δεν κάθομαι να σαπίζω απ’ τον φόβο μου μήπως ξανά πληγωθώ.
Η αγάπη πρώτα απ’ τα έσωθεν χάνεται.
Κι εγώ την αγάπη την σέβομαι και την εκτιμώ.
Κι ας με πληγώνει κι ας με πατάει κάποιες φορές.
Γι’ αυτό σου λέω ο παράδεισος πλέον δεν έχει το άρωμά σου