Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Το “σε θέλω” σου να το φωνάζεις δυνατά.
Σε θέλω στο σήμερα, σε θέλω στο αύριο και στο κάθε αύριο που θα ξημερώνει.
Να λες είμαι εδώ για σένα, μόνο για σένα, μόνο γιατί με θέλεις να υπάρχω, μόνο γιατί αναπνέεις να ζω, μόνο γιατί με ποθείς να αντέχω. Μόνο γιατί μ’αγάπησες σε λατρεύω! Μόνο γιατί με λάτρεψες σ’αγαπώ.
Θέλω τόσα να σου πω που δακρύζω όταν τα σκέφτομαι. Θέλω τόσα να χώσω μέσα στο μυαλό σου, που σταματάει το δικό μου. Να ήξερες μόνο πόσο σε θέλω. Πόσο απεγνωσμένα σε ζητάω, πόσο μου λείπεις, να ήξερες μόνο.
Όταν κατάλαβα την ανάγκη μου, τρόμαξα. Όταν κατάλαβα ότι στην αγάπη μου δεν θέλω τίποτα λιγότερο απ’το πιότερο, από εκείνο το ανελέητο “σε θέλω”, από εκείνο που όταν το προσφέρεις τρέμεις, από εκείνο που καρφώνεται τόσο βαθιά στις φλέβες σου ώστε χρεώνονται αιμορραγία οι λέξεις που προφέρονται.
Ασφυκτιώ στη σκέψη για τίποτα λιγότερο, για κείνο το πιότερο που ματώνει,
κείνο που σκίζει την ανάγκη μου και την μαρτυράει πάνω σου. Κείνο που ματώνει στην αγκαλιά σου, που ανασαίνει στην φλέβα του λαιμού σου.
Τίποτα λιγότερο απ’το πάθος που μοιράζεται τον ιδρώτα σου όταν συγκρούεται η αγκαλιά με την κραυγή σου. Τίποτα λιγότερο απ’το άγγιγμα της αφής σου, απ’τον ήχο της φωνής σου, απ’το κέντημα της ψυχής σου.
Και σταμάτησα να τρομάζω, γιατί λιγόστεψε η ανάγκη, αυτήν που δεν υπακούει σε λόγια, δεν σέρνεται σε λέξεις, παρά αγκαλιάζει τις πράξεις σαν μια αυταπάρνηση.
Το “σε θέλω” μου η πιο δυνατή κραυγή μου.