Το βράδυ που άνοιξα το κουτί των αναμνήσεων.
Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν σε είδα προχθές τυχαία. Καθόσουν απέναντί μου. Ήταν κι εκείνη δίπλα σου, πάντα εκείνη να στοιχειώνει την ψυχή μου. Το πρώτο ποτό το ήπια σαν νερό. Είχα ανάγκη το αλκοόλ να κάψει κάθε τι μέσα μου.
Να σβήσει την θλίψη που έκαιγε την ψυχή μου από τη στιγμή που σε είδα. Να μουδιάσει κάθε συναίσθημα. Με τον ίδιο τρόπο ήπια και το δεύτερο και το τρίτο. Εκείνη ήταν η στιγμή που με είδες. Πρώτη φορά έβλεπα τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια σου. Πήρα τα τσιγάρα μου και βγήκα έξω δίχως να πω κουβέντα. Άναψα ένα στα γρήγορα έκλεισα τα μάτια και με μία μεγάλη ρουφηξιά γέμισα με καπνό το σώμα μου.
Ξαφνικά η μυρωδιά από το άρωμά σου πλημμύρισε το χώρο. Γύρισα απότομα και ήσουν εκεί. « Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησες και με όση αυτοσυγκράτηση και ψυχρότητα είχα σου απάντησα « διασκεδάζω». Με κοίταξες αυστηρά δίχως να πεις κάτι. « Τι ήθελες να ακούσεις δηλαδή πώς ήρθα για σένα;». «Όχι δεν ήθελα αυτό» είπες και γύρισες να φύγεις.
Έκανες δύο βήματα και σου φώναξα « παντρεύομαι». Τότε στάθηκες κι ενώ είχες την πλάτη γυρισμένη ακόμη συνέχισα να σου φωνάζω «είσαι καλεσμένος» , « να έρθω στον γάμο σου ως τι;», «Μα φυσικά όσο κάτοχος της καρδιάς μου μάτια μου». Δεν είπες λέξη. Μπήκα στο μαγαζί, σε κοίταξα στα μάτια πήρα το παλτό μου και έφυγα. Είδε τον τρόπο που με κοίταξες, κατάλαβε.
Εκείνο το βράδυ άνοιξα το κουτί των αναμνήσεων. Φόρεσα την μπλούζα σου ψέκασα το άρωμά σου και πήρα στα χέρια μου το μπρελόκ με το μονόγραμμα σου, το κουτί από το video game που έπαιζες και τα εισιτήρια από την πρώτη μας συναυλία.
Το ξημέρωμα με βρήκε με πρησμένα μάτια και με ένα μήνυμα στο κινητό « θέλω να μιλήσουμε, σ’ αγαπώ».