Γράφει η Φλώρα Σπανού.
Οι χοντρές αλυσίδες με κρατούν γερά καθηλωμένη στο έδαφος κι όσο κι αν προσπαθώ τρελά να τις σπάσω, όσο κι αν αγανακτώ, όσο κι αν απελπίζομαι, όσο κι αν θυμώνω, φωνάζω, κλαίω, τίποτα δεν κατορθώνω. Τίποτα! Γιατί; Γιατί είμαι εδώ;! Ακούω τον εαυτό μου να φωνάζει με όλη του τη δύναμη μα κανένας να μην μου δίνει σημασία. Κανένας να μην μου απαντά.
Πονάω, αλήθεια να ξέρατε πόσο πολύ πονάω. Αυτές οι αλυσίδες με σφίγγουν τόσο πολύ μα όση δύναμη κι αν βάζω δεν μπορώ να τις σπάσω. Τι παράξενο; Ακόμη δεν μπόρεσα να καταλάβω πως βρέθηκα εδώ. Με τούτες τις βαριές αλυσίδες. Ποιός μου τις φόρεσε; Ποιός και γιατί μου το έκανε αυτό; Και γιατί κανένας δεν με βοηθάει; Γιατί κανένας δεν μου δίνει σημασία; Τι έκανα και τιμωρούμαι έτσι;
Προσπαθώ να θυμηθώ. Μάταια, όμως. Το απόλυτο κενό.
Τα μάτια μου στέρεψαν πια από τα τόσα δάκρυα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάζω τον κόσμο. Εδώ στη μέση του πουθενά, αιχμάλωτη μέσα σε ένα διάφανες κλουβί , κοιτάζω τον κόσμο που πηγαινοέρχεται αδιάφορα.
Όλοι τους τρέχουν πανικόβλητοι σαν τους τρελούς, άλλοι μιλούν στο κινητό, άλλοι τρέχουν να προλάβουν το χρόνο, άλλοι παραμιλούν, και άλλοι περπατούν με σκυφτό το κεφάλι. Κάνω ακόμη μία προσπάθεια μα όσο κι αν φωνάζω κανένας δεν με ακούει, κανένας δεν με προσέχει, κανένας δεν με βοηθάει. Κανένας.
Μα να ξαφνικά μέσα στη βουή αυτή του κόσμου, ξεπροβάλλει ένα μικρό κορίτσι, ένα κορίτσι που νομίζω ότι μου μοιάζει. Ναι, δεν μου μοιάζει απλά, αυτό το κορίτσι είναι αλήθεια εγώ! Νομίζω ότι το μυαλό μου άρχισε να μου παίζει περίεργα παιχνίδια.
Κοιτάζω αυτό το κορίτσι με το φωτεινό χαμόγελο και μια γλυκιά νοσταλγία έρχεται να μου τρυπήσει την καρδιά. Κάποτε κι εγώ ήμουν σαν αυτό το κορίτσι, χαμογελούσα, έκανα όνειρα, κι ήλπιζα πως όταν θα μεγάλωνα θα χρωμάτιζα τον κόσμο μου με τα πινέλα μου και θα τον έπλαθα όπως θα ήθελα εγώ. Τι έγινε, όμως, στην πορεία; Τι άλλαξε; Τι πήγε στραβά και δεν ακολούθησα τα όνειρά μου και όλα εκείνα που πίστευα;
Το κορίτσι ήρθε προς το μέρος μου κρατώντας τις νερομπογιές του. Και τότε ξεκίνησε να ζωγραφίζει με τα πινέλα του τους διάφανους τοίχους της φυλακής μου. Κι οι τοίχοι μου άρχισαν να γεμίζουν με χρώματα, μυρωδιές, γλυκά ακούσματα, τρυφερά αγγίγματα, και όνειρα, όνειρα μιας αλλοτινής εποχής, τότε που το κορίτσι ήταν ξέγνοιαστο, τότε που το κορίτσι έπρεπε να κάνει τις επιλογές του, τότε που το κορίτσι αντί να ακολουθεί τα όνειρα του και να παλεύει για αυτά προτίμησε να τα εγκαταλείψει, κι ο κόσμος της, ο γεμάτος κόσμος της χρώματα άρχισε να ξεθωριάζει, άρχισε να γίνεται γκρίζος και μουντός. Οι γλυκές μελωδίες την αποχαιρέτησαν και στη θέση τους ήρθε η γκρίνια, η μουρμούρα, τα πρέπει και τα μη.
Οι μνήμες άρχισαν να επανέρχονται θολές στην αρχή μα ολοένα γινόντουσαν πια ξεκάθαρες. Τώρα πια μπορούσα να θυμηθώ τι ήταν εκείνο που με έφερε σε αυτή την θέση.
Εγώ. Εγώ και οι λάθος μέχρι τώρα επιλογές μου.
Τώρα το καταλαβαίνω, ναι. Τώρα που κοιτάζω αυτούς τους γκρίζους τοίχους καταλαβαίνω πως μονάχα εγώ έφταιξα. Εγώ η ίδια μου φόρεσα τις αλυσίδες και με άφησα έξω από τον κόσμο των ονείρων μου. Ακόμη και αν οι άλλοι με πίεζαν, ακόμη κι αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος εγώ έπρεπε να τον βρω. Έπρεπε να βρω τον τρόπο να γίνω ευτυχισμένη.
Άραγε υπάρχει ακόμη χρόνος; Υπάρχει χρόνος να σπάσω τις αλυσίδες και να απελευθερωθώ;
Μονάχα ετούτο το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια μπορεί να με καταλάβει.
Μονάχα ετούτο το κορίτσι που κρατά στα χέρια του το κλειδί για να απελευθερωθώ μπορεί να με καταλάβει. Να με καταλάβει και να με βοηθήσει.
Γιατί ο μόνος που πραγματικά μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό σου, είσαι εσύ ο ίδιος και κανένας άλλος.
LoveLetters