Γράφει η Ναταλία Αργυροπούλου
Δεν ξέρω πώς φτάσαμε ως εδώ. Δεν θυμάμαι καν πότε αρχίσαμε να αποφεύγουμε τις μεγάλες κουβέντες και να κοιτάμε αλλού όταν τα μάτια μας συναντιόντουσαν. Σαν να κουβαλούσαμε και οι δύο ένα μυστικό που κανείς δεν τολμούσε να πει δυνατά.
Μα αυτή την αγάπη, ποιος την φοβήθηκε τελικά; Εσύ ή εγώ;
Μήπως ήταν οι δικοί σου φόβοι που έριξαν τις πρώτες πέτρες; Οι δικαιολογίες, οι βολικές σιωπές, το «δεν είμαι έτοιμος» που έκρυβες πίσω από το χαμόγελο; Ή μήπως ήμουν εγώ που δεν σε πίεσα ποτέ να μου εξηγήσεις; Που αποδέχτηκα τα μισόλογά σου σαν κάτι φυσιολογικό, σαν να μου άξιζε λιγότερο απ’ ό,τι πραγματικά ήθελα;
Σου είπα ποτέ πόσο με τρόμαζε η ιδέα ότι θα ξυπνήσω μια μέρα και δεν θα είσαι εδώ; Σου είπα ποτέ ότι έμαθα να ζω με τον φόβο σαν να ήταν δεύτερο δέρμα μου; Ίσως γι’ αυτό δεν πάλεψα αρκετά. Ίσως γι’ αυτό σε άφησα να φύγεις χωρίς να κάνω τη σιωπή μας πόλεμο.
Μα έπρεπε; Να σε τραβήξω από τον λαιμό και να σε ταρακουνήσω μέχρι να φωνάξεις πως μ’ αγαπάς; Ή έπρεπε απλά να σε αφήσω να φύγεις, όπως έκανα τελικά; Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν ήμουν εγώ που τρόμαξα πιο πολύ. Αν εγώ κρύφτηκα πίσω από τον φόβο σου για να δικαιολογήσω το δικό μου.
Πάντα πίστευα ότι η αγάπη είναι για τους γενναίους. Αυτούς που τολμούν να ρισκάρουν, να πονέσουν, να χάσουν. Και ίσως τελικά να ήμασταν κι οι δυο δειλοί. Δυο άνθρωποι που έφτιαξαν μια αγάπη από χάρτινα λόγια και φοβισμένες σιωπές.
Μα τώρα που έμεινα μόνη, σκέφτομαι πως ό,τι κι αν έγινε, εγώ σε αγάπησα αληθινά. Ίσως όχι όπως έπρεπε, ίσως όχι όπως θα ήθελες. Αλλά αληθινά. Και ακόμα κι αν δεν πολέμησα αρκετά, δεν σημαίνει ότι δεν πόνεσα όταν σε έχασα.
Γιατί ξέρεις τι; Ο φόβος δεν σβήνει το συναίσθημα. Απλά το θάβει κάτω από τόνους δικαιολογιών και σπασμένων υποσχέσεων. Και όσο κι αν ψάχνω απαντήσεις στο τι πραγματικά έγινε, τελικά ίσως να μην έχει σημασία.
Γιατί τη φοβηθήκαμε κι οι δυο αυτή την αγάπη. Την αφήσαμε να μας καταπιεί χωρίς να την υπερασπιστούμε. Και τώρα μένει μόνο η απορία: θα μπορούσαμε να είχαμε σωθεί;