Γράφει η Ζωή Αρχοντάκη
Δεν είπα ποτέ ψέματα για το πώς ένιωθα.
Μόνο σιώπησα.
Ίσως γιατί δεν ήθελα να το παραδεχτώ ούτε στον εαυτό μου.
Ίσως γιατί ήξερα πως εκείνη η στιγμή που θα το έλεγα, θα άλλαζε τα πάντα.
Κι εγώ δεν ήμουν έτοιμη να τα αλλάξω — ούτε να σε χάσω.
Έπαιξα το ρόλο της ψύχραιμης.
Της «εντάξει, δεν τρέχει τίποτα».
Μα μέσα μου έτρεχαν όλα.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κάθε φορά που σε έβλεπα.
Και ναι, δεν ήταν τυχαίο όταν βρεθήκαμε.
Τίποτα δεν ήταν τυχαίο.
Ούτε οι δρόμοι που πήρα για να σε “συναντήσω δήθεν κατά λάθος”,
ούτε τα μέρη που “τυχαία” εμφανιζόμουν.
Ήθελα να σε δω.
Όχι γιατί δεν είχα τι να κάνω.
Αλλά γιατί εσύ ήσουν το μόνο που είχε νόημα να κάνω.
Δεν το είπα τότε, μα σε αγάπησα πριν σε καταλάβω.
Σε αγάπησα με το βλέμμα, με τη σιωπή, με τις στιγμές που δεν έγιναν ποτέ λέξεις.
Ήθελα να σου πω “μείνε”, αλλά μου βγήκε “πρόσεχε”.
Ήθελα να σου πω “μου λείπεις”, αλλά μου βγήκε “όλα καλά”.
Κι εκεί μέσα, ανάμεσα στα ψεύτικα «εντάξει»,
κρύφτηκαν όλα τα αληθινά “σ’ αγαπώ” που δεν τόλμησα να φωνάξω.
Κι όμως, τα κατάλαβες.
Δεν χρειάστηκε να τα πω.
Ήταν στον τρόπο που σε κοίταξα,
στην ανάσα που κράτησα για να μη σπάσω μπροστά σου,
στο βλέμμα που δεν άντεξε να φύγει όταν έπρεπε.
Κάποια «σ’ αγαπώ» δεν ειπώνονται.
Δεν προλαβαίνουν, δεν χωράνε.
Μένουν μετέωρα ανάμεσα σε δύο καρδιές που συναντήθηκαν “κατά λάθος”,
αλλά αναγνώρισαν η μία την άλλη χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν.
Κι αυτό, όσο κι αν πονάει, είναι το πιο αληθινό “σ’ αγαπώ” απ’ όλα.
Εκείνο που δεν ειπώθηκε,
αλλά έμεινε να ανασαίνει στη σιωπή,
σαν κάτι που ήταν, είναι,
και θα είναι —
παρά την απόσταση, παρά τον χρόνο,
παρά το τέλος.
