Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του αλυσίδες που σέρνει πάντα ξωπίσω του.
Είναι οι αλυσίδες της ψυχής του. Σε καποιους είναι ελαφριές και μπορουν και τις κουβαλανε, σε άλλους βαριές και ασηκωτες που τους καθηλώνουν.
Λίγοι είναι οι τυχεροί που αποδεσμεύονται από τυψεις, ενοχες και ανασφάλειες. Πού και πού όμως γυρνάνε πίσω ρίχνουν μια κλεφτη μάτια στο παρελθον τρομάζουν και τρέχουν παλι μπροστά.
Έτσι νόμιζε ότι ήταν και αυτή. Είχε απαλλαγεί από το παρελθόν της κι είχε σπάσει την αλυσίδα που κουβαλούσε. Τι και αν ειχε μείνει ένα μικρό κομμάτι πανω της ένιωθε ικανή να το κόψει αυτο..
Πάντα διψούσε για αποδοχή, ουτε μίσος είχε για κανέναν, ουτε κακία. Δεν ήξερε καν τι σημαίνει ζήλεια.
Άγνωστο αυτό το συναίσθημα για το μονοπάτι της.
Βοηθουσε όποιον βρισκόταν στο στο δρόμο της.
Πάντα ένιωθε μικρή στα μάτια του άλλου, απλωνε χέρι να βοηθήσει χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς φθόνο.
Ένιωθε μικρή στα μάτια των άλλων, τους έβλεπε πελωριους και κάθε φορά που βοηθουσε κάποιον απλωνε και λίγο μπόι μέχρι να τους φτάσει.
Αλλά παντα οι άλλοι ήταν πελωριοι και αυτή τόσο μικρή.
Πέρασε από πολλους δρόμους, γνώρισε δράκους και νεράιδες, γνώρισε ανθρώπους και ανθρωπάκια.
Παντα τα ίδια όπως θα βοηθουσε τον δράκο που θα της έριχνε την φωτιά του, βοηθουσε και την νεραιδα που θα της έδινε καλούδια και ευχές.
Χαιρόταν με τις ευχές αλλά δεν αγχομαχουσε για τις φωτιές.
Μεγάλο πραγμα η προσδοκια. Να κρέμεσαι από τους άλλους και να περιμένεις να σε ξεχωρίσουν.
Ήλπιζε ότι η επανάληψη ήταν δώρο. Tο να δίνεις το χέρι σου σε κάθε παρατρεχαμενο θα βρεθεί και αυτός που θα ξεχωρίσει την ψυχή σου.
Θα δει τις πληγες σου και δεν θα φυγει αλλά θα σου δώσει και αυτός το χέρι του, θα το κρατήσει σφιχτά και θα σου πει πάκαι και όπου βγει.
Δεν θα τον νοιάξει ο προορισμος αλλά το ταξίδι, δεν θα φοβηθεί για τις Ερινύες θα κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες και σε όσα δαιμόνια βρεθουν μπροστά του.
Κάνεις δεν κατάφερε να την ξεχωρίσει για όσα έδινε, για την αγάπη που ξεχειλίζε από μέσα της.
Για την καλοσυνη της άλλωστε οι περισσότεροι νόμιζαν ότι είχε βαφτίσει τις ανασφάλειες της καλοσυνη.
Πόσο άδικο;
Και όταν έφτασε στο τελευταίο μονοπάτι που ήταν αδιέξοδο υπηρχε μια και μόνο λυση η να γυρίσει πισω και να συνεχίσει να είναι μικρή και όχι πελωρια!
Ή να ξεπεράσει το άδιεξοδο.
Να φτιάξει το δικο της μονοπάτι.
Να γίνει η καλυτερη εκδοχή του εαυτου της για εκείνη και μόνο.
Έκοψε δέντρα, έσκαψε στο χώμα με γυμνά χέρια..
Και κατάφερε και έφτιαξε το δικό τησ δρόμο.
Τον δρόμο της ελευθερίας εκείνον που δεν την ενοιαζε ποιος θα την ξεχωρίσει.
Εκείνο τον δρομο που δεν υπηρχαν μέσα τα ανθρωπάκια και οι τοξικοι.
Αγάπησε τους δράκους της και γέλαγε στισ σειρήνες, γέλαγε τόσο δυνατά που αναγκάστηκαν να σιωπήσουν.
Το δρόμο που έκανε τις ειρινυες να βγάλουν το σκασμό και τα δαιμόνια να ντραπουν στην όψη της.
Άλλωστε όλους συμφερε να παιρνουν κομμάτια της και να την αφήνουν γυμνή.
“Όταν η συμφορά συμφέρει λογαριάζε την για πορνη ” (Οδυσσέας ελυτης)
Ήξερε πλεον να παταει στα ποδια της.
Στον άξονα της.
Καμιά συμφορά δεν συμφέρει παρα μόνο αν το επιτρέψεις.
Και στον καινουργιο δρομο που χάραξε, δεν χωρουσε η λέξη συμφορά.