Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
“Πουθενά δεν πάω, μ’ακούς; Ή κανείς ή και οι δυο μαζί, μ’ακούς;”
Σου φώναζα, «θα φύγω».
Έψαχνα να ενώσω επιδέξια τις λέξεις για να σου αποδείξω ότι μπορώ να φύγω.
Δεν θα με νοιάξει.
Θα είμαι καλά.
Στο φώναζα για να το ακούσω και εγώ η ίδια, μήπως και το πιστέψω.
Πόσο ηλίθια φερόμουν, αλήθεια.
Νόμιζα ότι λέγοντας σου ότι θα μπορούσα να συνεχίσω μια ζωή χωρίς εσένα, θα ύψωνα ένα τείχος και δεν θα πληγωνόμουν αν αυτό τελικά συνέβαινε.
Τώρα κατάλαβα πόσο λάθος ήμουν.
Δεν φωνάζω πια.
Μόνο σου ψιθυρίζω.
Μιλούν οι καρδιές μας με ψίθυρους πια.
Αρκεί μια ανάσα για να σε νιώσω.
“Πουθενά δεν πάω!”
Πώς μπορώ άλλωστε;
Έχω αγαπήσει κάθε κύτταρο σου!
Κάθε ρυτίδα στο πρόσωπό σου.
Κάθε σημάδι στο σώμα σου.
Κάθε πληγή της ψυχούλας σου.
Είμαι εδώ.
Όχι για να σε γιατρέψω.
Είμαι εδώ γιατί σε αγαπάω τόσο, που θέλω να προσπαθήσω να απαλύνω κάθε σου πόνο με την αγάπη μου.
Να μοιραστούμε στιγμές.
Να σε βλέπω να γελάς.
Να σε αγαπήσω κι άλλο.
Ως εκεί που δεν πάει.
Μέχρις ότου μπουχτίσουμε και οι δυο από το δικό μας μαζί.
Μέχρι να σιχαθούμε να αγαπιόμαστε.
Τότε ναι.
Τότε ίσως και να μπορέσω να φύγω.
Να σε δω να ζεις μια ζωή ευτυχισμένη!
Και πόσο το θέλω αυτό για εσένα να ήξερες!
Ως τότε, δεν πάω πουθενά!
“Ή κανείς ή και οι δυο μαζί, μ’ακούς;”