Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Ξέχασες να ζεις για χρόνια που ζούσες στις σκιές του.
Αλλά ήρθε η στιγμή που το ποτήρι ξεχείλισε, που το κρασί ξίνισε και η υπομονή βάφτηκε κόκκινη.
Κι ας ζητάς δικαίωση, δεν υπάρχει γιατί ο έρωτας τελείωσε, όπως τελείωσε και η επιμονή σου.
Εκείνη η ρουφιάνα επιμονή που είχες για χρόνια όταν τον θεοποίησες και τον ανέβασες στο βάθρο των πρωταθλητών.
Περίμενες τον χρόνο και ένα σημάδι να τα ρίξεις όλα.
Να τα κάνεις μαντάρα, γιατί ήξερες ότι δεν άξιζε για σένα.
Δεν άξιζες ρε για την δική μου ψυχή!
Εκείνο το κοριτσάκι που γνώρισες πια εδώ δεν κατοικεί.
Εκείνο το έπνιξε η αδιαφορία σου, η μετριότητα και ο εγωισμός σου.
Είναι στιγμές που περιμένεις μια εικόνα, μια λέξη, μια πράξη, κάτι τέλος πάντων που θα σε ξενερώσει, που θα σε βγάλει από τον λήθαργο που ήσουν για καιρό, για χρόνια.
Ωραίο πράγμα το ξενέρωμα, το γουστάρω πολύ!
Τραβάς τις κόκκινες γραμμές σου, τραβάς τον δρόμο σου μπροστά, δεξιά, αριστερά κι όπου σε βγάλει.
Αρκεί να μην είναι δίπλα του.
Γιατί έδωσες πολλά χωρίς αντίκρισμα, αλλά δεν μετάνιωσες, έμαθες πως σε κάθε βηματισμό, σε κάθε στιγμή η ζωή κάτι θα σου δώσει.
Κάτι που σου αξίζει, κάτι που σε ολοκληρώνει και σε κάνει σοφότερο, καλύτερο.
Γι’αυτό σου λέω, μετά το ξενέρωμα, η επιστροφή δεν έχει νόημα.