Σε σένα μιλάω, γονιέ..
Γράφει η Χρυστάλλα Σωτηρίου
Δε μιλάω σε σένα παιδί μου. Δε φταις εσύ. Δε φταις που δε σ’ έμαθαν να αγαπάς, να σέβεσαι και να απλώνεις το χέρι σου για να σηκώσεις κάποιον, για να δώσεις, για να χαϊδέψεις, ακόμα και για να πάρεις αυτά που σου ανήκουν. Δε φταις εσύ για το θυμό σου που σαν μανιασμένος άνεμος τα ξεριζώνει όλα στο πέρασμά του. Δε φταις εσύ…
Σε σένα μιλάω! Σε σένα άνθρωπε. Σε σένα που ξέχασες τι πάει να πει ανθρωπιά. Σε σένα γονιέ! Σε σένα που μέσα στη ζάλη της καθημερινότητας σου θυμήθηκες να πάρεις το παιδί σου στο “καλύτερο” σχολείο, να του αγοράσεις τα ωραιότερα παπούτσια που μπόρεσες να βρεις.
Να το στείλεις στο πιάνο, τα γαλλικά, το τένις, το κολύμπι, το χορό… Σε σένα που στερήθηκες πολλά για να δώσεις στο παιδί σου ακόμα περισσότερα. Σε σένα μιλάω σήμερα γονιέ. Που σκέφτηκες να φροντίσεις για τα “πάντα” στο περιβάλλον του, μα που ξέχασες να του δώσεις εσένα.
Που προνόησες για το κόστος των σπουδών του, μα δε λογάριασες το κόστος της απουσίας σου…Που το πήρες να γνωρίσει σπουδαία μέρη, μα δεν πέταξες μια χάρτινη βαρκούλα στο ποταμάκι έξω από το σπίτι μαζί του -να δεις τη λαχτάρα μες στα μάτια του όταν την περίμενε να φτάσει στην απέναντι όχθη. Που τον χειροκρότησες όταν πήρε το χρυσό μετάλλιο στους αγώνες, μα δεν έτρεξες μαζί του στην αυλή, κυνηγώντας τον μια μέρα.
Που του έδειξες να κυνηγά τα όνειρά του, να πετυχαίνει τους στόχους του, μα ξέχασες να του χαϊδέψεις τα μαλλιά και να τον γαργαλήσεις. Που τον έμαθες να προσέχει την εμφάνισή του μα φοβήθηκες να του μιλήσεις για τη ψυχή του.
Σε σένα μιλάω γονιέ. Που χρειαζόσουν αυτές τις δύο ώρες για να ηρεμήσεις από την τρέλα της ημέρας σου και του έδωσες το tablet για να παίξει. Και σε καταλαβαίνω… Και δε γράφω για να σε κρίνω. Κι εγώ ένας γονιός είμαι. Τίποτα σπουδαίο και διαφορετικό…
Μα γράφω για να σου θυμίσω γονιέ. Αυτά που ένιωσες όταν το πρωτοπήρες αγκαλιά.
Την πρώτη του ματιά και το πρώτο του χαμόγελο. Τα πρώτα σας αγγίγματα. Τα νανουρίσματα που του τραγουδούσες. Τα χάδια και τις αγκαλιές. Το τύλιγμα του στην κουβέρτα για να μην κρυώσει. Τα πρώτα του βήματα… Εσύ του κρατούσες το χέρι, θυμάσαι;
Κι αυτό τώρα μεγάλωσε. Και περπατάει μόνο του, αυτοεξυπηρετείται, αράζει με φίλους, ίσως να βγαίνει και να ξενυχτά, απομονώνεται, μιλά και γράφει στο κινητό του. Δε σε έχει ανάγκη πια! ΔΕ σε χρειάζεται να του κρατάς το χέρι. Δε θέλει ούτε να το αγγίξεις! Πολλές φορές θυμώνει κιόλας. Θυμώνει πολύ. Με όλους και όλα. Και όλα του φαίνονται ψεύτικα, μάταια και θολά.
Σε σένα μιλάω γονιέ. Πάρε του ξανά το χέρι και δείξε του και πάλι τα βήματα. Αυτά τα πιο σημαντικά βήματα στη ζωή του. Βγείτε μαζί στην ταράτσα και χαζέψτε τον ουρανό ένα βράδυ. Δείξε του ξανά πώς να περπατά στο δρόμο της αγάπης. Να κοιτά γύρω του. Να σκέφτεται. Να νοιάζεται…
Χάϊδεψέ του τον ώμο και σκάσε του ένα φιλί στο μάγουλο. Και συνέχισε να του κρατάς το χέρι κι ας νομίζει πως δεν το χρειάζεται. Με σεβασμό. Όχι πολύ σφιχτά.
Τόσο όσο να καταφέρει μόνος του να κάνει τα πρώτα του βήματα. Έτσι, όπως τότε.
Δείξε του να χαμογελά και να χαίρεται τις στιγμές του. Να ανοίγει κάθε πρωί τα παράθυρα και να δέχεται τη ζεστασιά του ήλιου στο σώμα του σαν ευλογία..
Μάθε του πώς να μιλά μα πάνω απ’όλα πώς να ακούει. Δείξε του πως όλοι είμαστε απλά άνθρωποι. Δείξε του πώς να δέχεται τα όμορφα και τα άσχημα της ζωής του. Τα ροζ και τα μαύρα του σύννεφα.
Και σε λίγο καιρό, όταν πια θα περπατά στο δρόμο της αγάπης, θα’ ναι έτοιμος να απλώσει κι αυτός το δικό του χέρι για να κρατήσει ένα άλλο -ίσως πιο μικρό, ίσως πιο αδύναμο- και να το παρασύρει κι αυτό μαζί του στην αγάπη.
Σε σένα μιλάω γονιέ..
Θυμήσου μέσα σε όλα αυτά που περνάς να φέρεις κι άλλους σ’αυτό τον όμορφο δρόμο.
Να γίνουμε πολλοί..