Γράφει ο Μιχάλης Νικολάου
Δεν είναι πολλοί. Δεν τους συναντάς εύκολα. Κι αν τύχει και σταθούν μπροστά σου, κινδυνεύεις να μην τους δεις. Είναι από αυτούς που δεν φωνάζουν. Δεν διεκδικούν το κέντρο. Δεν ανταγωνίζονται. Δεν “φαίνονται”. Απλώς… είναι.
Εκείνη, για παράδειγμα. Δεν την ερωτεύεσαι με την πρώτη. Σε τραβάει σιγά. Σχεδόν αθόρυβα. Έχει κάτι στο βλέμμα της που δεν στο εξηγεί. Κάτι στη σιωπή της που λέει περισσότερα απ’ ό,τι λένε οι άλλοι με ολόκληρους μονολόγους. Δεν σε πείθει. Σε κάνει να θες να πιστέψεις.
Δεν κυνηγάει. Δεν πιέζει. Δεν παζαρεύει. Δεν θα σου πει “μείνε” – αλλά άμα το καταλάβεις μόνος σου, θα είσαι ήδη μέσα της.
Ξέρει τι θα πει απώλεια, μα δεν την κάνει σημαία. Ξέρει τι θα πει αγάπη, αλλά δεν την χαρίζει εύκολα. Κι αν βρεθείς κοντά της, μην την προσπεράσεις. Μην της φερθείς όπως στους άλλους. Γιατί εκείνη δεν είναι “άλλη μια”.
Θα σου σταθεί. Θα σε κοιτάξει στα μάτια, ακόμα κι όταν όλοι σε κοιτάνε με πλάγιο βλέμμα. Θα σε ακούσει, όχι απλώς για να απαντήσει, αλλά για να νιώσει. Θα χωρέσει τους φόβους σου, χωρίς να τους καταπιεί. Θα σε σηκώσει όταν δεν μπορείς – κι ούτε θα στο θυμίσει.
Αν γνωρίσεις ποτέ έναν τέτοιον άνθρωπο, κράτα τον. Όχι με δύναμη. Με αλήθεια.
Γιατί κάτι τέτοιοι άνθρωποι, φίλε μου, δεν είναι απλώς σπάνιοι.
Είναι απ’ αυτούς που, αν φύγουν… δεν ξανάρχονται.