Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Θυμάσαι το πρώτο μας φιλί; Μετά μου χαμογέλασες κι εγώ κλείστηκα στα χέρια σου! Σαν να πήρα οξυγόνο απ’ τα χείλη σου. Σαν να πήραν φως τα μάτια μου απ’ τα δικά σου.
Θυμάσαι το πρώτο μας βράδυ; Μ’ ένα άγγιγμα, ένιωσα σαν να ήμασταν χίλια χρόνια μαζί. Μ’ ένα άγγιγμα, εξαφάνισες θαρρείς όσα είχα ζήσει, όσα είχα νιώσει μέχρι τότε κι έγινες εσύ τα πάντα μου.
Θυμάσαι το πρώτο “Σ’ αγαπώ” που δειλά ξεστόμισα σε μια άκυρη στιγμή και σε κοίταξα σχεδόν φοβισμένη, κρατώντας την αναπνοή μου; Θυμάσαι πόσο σφιχτά κόλλησα επάνω σου όταν μου ψιθύρισες “Σ’ αγαπώ. Πολύ!”;
Θυμάσαι την πρώτη μας εκδρομή; Το πρώτο μας ταξίδι; Τον πρώτο μας καβγά; Το πρώτο μας μεθύσι; Πόσος καιρός πάει από τότε;
Να ‘ξερες πόσες φορές σε μίσησα και πόσες σε λάτρεψα απ’ την αρχή! Να ‘ξερες πόσες φορές σου θύμωσα και σαν παιδί σε ζήτησα πίσω! Να ‘ξερες πόσες φορές σε σκότωσα και σ’ ανάστησα μέσα μου!
Κύκλος η ζωή κι όλοι οι κύκλοι κάποια στιγμή κλείνουν κι όσο κι αν ορκιζόμασταν “για πάντα” και “ποτέ”, ήρθε κι η δική μας στιγμή. Ακόμη κι αν δεν ήθελες ποτέ να το σκεφτείς, ακόμη κι αν δεν ήθελα ποτέ να το σκεφτώ, ήρθε κι η δική μας τελευταία στιγμή, φινάλε σ’ έναν έρωτα που νιώθαμε πως ποτέ δεν θα τελειώσει.
Το λούτρινο αρκουδάκι που μου αγόρασες στην πρώτη μας επέτειο. Μια φωτογραφία που μας τράβηξε εκείνος ο τουρίστας στο πρώτο μας ταξίδι. Το μπρελόκ με το αρχικό του ονόματός σου, που είχα περάσει το κλειδί από το σπίτι μας. Τα γυαλιά ηλίου σου, που βρήκα ξεχασμένα στην τσάντα μου μετά από καιρό. Τα εισιτήρια από εκείνη τη συναυλία που τόσο ήθελες να πας και σου είχα κάνει δώρο. Τον αναπτήρα και το μισοάδειο πακέτο σου, που ξέχασες στο παράθυρο. Την καρδιά μου, που μου επέστρεψες μαζί με το “αντίο”… Πόσος καιρός πέρασε από τότε;
Κι ήρθε η ώρα που η αυλαία έπεσε οριστικά μωρό μου. Κράτησα το τελευταίο χειροκρότημα για τούτη τη στιγμή, που θα τα κλείσω όλα σ’ ένα κουτί, μαζί με όσα νιώσαμε, όσα δεν προλάβαμε, όσα μετανιώσαμε. Κοίτα που σ’ ένα κουτί χώρεσαν όλα όσα ζήσαμε!