Γράφει η Τάνια Αναγνώστου.
Χθες το βράδυ δε μπόρεσα να κοιμηθώ.
Μάταια στριφογυρνούσα όλη την ώρα στο κρεβάτι, μήπως καταφέρω να με πάρει ο ύπνος και να ξεχαστώ.
Από πριν είχα το προαίσθημα πως θα ήταν μια δύσκολη νύχτα.
Από εκείνες που σε κάνουν να σκύψεις και να κοιτάξεις μέσα σου.
Να ξεθάψεις πρόσωπα και στιγμές που καιρό τώρα πάλευες να τα κρύψεις στην πιο σκοτεινή γωνιά της καρδιάς σου για να μην εμφανιστούν και σε πληγώσουν. Ξανά.
Το έχεις δει το έργο να επαναλαμβάνεται. Κουράστηκες και επέλεξες να πατήσεις τη σκανδάλη μπας και σου κάνουν τη χάρη να εξαφανιστούν από μπροστά σου μια και καλή. Για να σταματήσεις να πονάς και να αιμορραγείς.
Βλέπεις, όμως, ξημερώνει η γιορτή σου και εγώ δεν είμαι πια κοντά σου.
Κάποιος άλλος σε κρατά.
Ξένα χέρια αγγίζουν το πρόσωπο που κάποτε αγάπησα με όλη μου τη δύναμη.
Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο που χαμογελούσες,τη μυρωδιά σου.
Το φιλί σου, που ήταν βάλσαμο για το κορμί μου.
Είσαι πλέον μακριά, και όμως ακόμα με βασανίζεις.
Έφυγες και μαζί σου πήρες το χαμόγελο μου, τη χαρά μου.
Βρέχει πολύ απόψε.
Θυμάμαι πως λάτρευες το τραγούδι της βροχής, έφερνε γαλήνη στη ψυχή σου, εξάγνιζε το μέσα σου.
Πώς μπορεί κάποιος μετά από το σοκ μιας απώλειας, μιαν απάτη να είναι ο ίδιος άνθρωπος;
Έτσι ακριβώς ένιωσα! Πως εξαπατήθηκα, πως λεηλατήθηκαν τα συναισθήματά μου.
Πως σου έδωσα ότι πιο πολύτιμο είχα και εσύ το καταπάτησες και το πέταξες όπως τη γόπα από το τσιγάρο σου.
Δεν πειράζει ας είναι.
Σήμερα είναι η γιορτή σου, και ας ήταν κάποτε για μένα κάθε μέρα γιορτή που απλά υπήρχες στη ζωή μου.