Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Πότε η λογική συναντήθηκε με τον έρωτα; Πάντα δυο ευθείες που πήγαιναν παράλληλα ήταν.
Δυο ευθείες που δεν τέμνονταν ποτέ, ακόμα και σε εκείνο το σταυροδρόμι, που για λίγο ο δρόμος ενωνόταν, εκείνες προτίμησαν να πάει η μια πιο γρήγορα και η άλλη να περιμένει λίγο πιο πίσω, στη σειρά της.
Πότε η λογική κατάλαβε την καύλα του έρωτα κι ενώθηκε μαζί του, για να εκτινάξει τα σώματα και τις ψυχές;
Πότε ένιωσε το κορμί να τρέμει από ηδονή και το μυαλό να αδειάζει από σκέψεις;
Σε ποιο μονοπάτι άφησε άραγε τα παπούτσια της και έτρεξε ξυπόλητη να προλάβει την καρδιά, πριν δώσει κι άλλα από τα φιλιά της; Να την σταματήσει, πριν δώσει και το κορμί της;
Άραγε μπορούσε;
Πόσους όρκους έδωσε και πόσους από αυτούς κράτησε; Γιατί άραγε να δώσει και άλλους αφού δεν θα τους εννοεί; Άλλωστε την λογική, δεν την ενδιαφέρει η στιγμιαία ηδονή, οι αμέτρητες αγκαλιές, τα κορμιά που τρέμουν πάνω σε ένα κρεβάτι.
Αυτή τη φορά, η καρδιά ύψωσε ανάστημα, έτρεξε να προλάβει τη λογική στο σταυροδρόμι που για λίγο έβλεπε η μια την άλλη, έβαλε όλη τη δύναμή της κι έτρεξε με φόρα, την έφτασε κι άρχισε να της φωνάξει, ότι δεν μπορεί να φύγει από κάπου που αγαπάει.
Της έδωσε εικόνες γεμάτες έρωτα και ηδονή! «Προσπάθησε» φώναξε, αλλά η λογική ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά και δεν άκουγε.
Επέμενε ότι θα πληγώσει και θα πληγωθεί. Φοβόταν τόσο πολύ, και για πρώτη φορά, έκαναν μια συμφωνία, να περπατήσουν ξυπόλητες σε ένα μονοπάτι, γεμάτο πέτρες, αγκάθια, κι όποια έχει τις λιγότερες πληγές, εκείνη θα είναι η νικήτρια.
Στο τέλος όμως του δρόμου, κι οι δυο είχαν τις ίδιες πληγές. Τότε για πρώτη φορά, συμφώνησαν να συμφιλιωθούν, να ενωθούν, να σταματήσουν να αναλώνουν χρόνο και σκέψεις!
Αν είναι να ζήσεις με τη λογική ή την καρδιά, τότε απλά, ρίσκαρε να πέσεις και να σηκωθείς!