Γράφει η Λέλα Σακήλια
Πόσο θα ‘θελα να μου λείπεις…
Να μου λείπεις από εκείνο το αθώο κομμάτι της καθημερινότητας που κάνει τους ανθρώπους, ανθρώπους. Από τις στιγμές που πας να πεις «άκου αυτό» και μετά θυμάσαι πως δεν υπάρχει κανένας στην άλλη άκρη να το ακούσει. Από τα βράδια που θες να γελάσεις με μια χαζή σκέψη, ένα meme, μια ανάμνηση… και δεν υπάρχει πια χώρος να πας.
Πόσο θα ‘θελα να μου λείπεις.
Να με ψάχνει η σκέψη σου.
Να φυσάει ο αέρας και να με φέρνει λίγο μαζί του.
Να σε πονάει το όνομα μου, όσο λίγο-πολύ πόνεσε και το δικό σου μέσα μου κάποτε.
Μα εσύ;
Εσύ έγινες σιωπή.
Έγινες ένα «οκ» που δεν αισθάνεται τίποτα.
Ένα διάφανο «δεν με νοιάζει».
Ένα άδειο πέρασμα ανάμεσα σε σκέψεις που κάποτε έμοιαζαν σπίτι, και τώρα μοιάζουν στο διάδρομο ενός ξένου σπιτιού που δεν θες ούτε να πατήσεις μέσα.
Πώς τα κατάφερες, μωρέ;
Πώς γίνεται άνθρωπος που κάποτε ήταν «εκεί μου χτυπάει η καρδιά», να γίνει «να, αυτός ήταν κάποτε»;
Πώς κάποιος που τον ένιωθες μέσα στο κόκαλο, να καταλήξει να μην σου σηκώνει ούτε τον παλμό για μισό δευτερόλεπτο;
Ξέρεις τι με τρομάζει περισσότερο;
Όχι που χάθηκες.
Όχι που άλλαξες.
Αλλά που κάποτε, σε πίστεψα.
Που σου έδωσα χώρο.
Που έφτιαξα ολόκληρες σκηνές με το όνομά σου πάνω τους, έτοιμες για παράσταση — και τελικά έμειναν άδειες, σαν θέατρο μετά την πρεμιέρα.
Πόσο θα ‘θελα να μου λείπεις…
Γιατί αν μου έλειπες, θα σήμαινε ότι κάτι έμεινε.
Μια σπίθα.
Μια σκιά συναισθήματος.
Ένα «ίσως».
Μα ούτε αυτό δεν κατάφερες να κρατήσεις.
Και ξέρεις τι καταλαβαίνω τώρα;
Το χειρότερο δεν είναι να σε ξεχάσουν.
Το χειρότερο είναι να σε ξεπεράσουν, χωρίς καν να το προσπαθήσουν.
Να τους φύγει το βάρος… κι ας ήσουν κάποτε κόσμος ολόκληρος.
Εγώ;
Δεν θα πω ότι αδιαφόρησα.
Δεν θα παίξω το «σκληρή και άχρωμη».
Ένιωσα. Στάθηκα. Πόνεσα.
Και μετά;
Πέρασε.
Κι εκεί που ήθελα τόσο να μου λείπεις,
κάπως… σταμάτησες.
Κάπως έγινες περαστικός.
Κάπως έγινες αέρας.
Και κάπου ανάμεσα στο «πόσο θα ‘θελα» και στο «τελικά δεν»,
μεγάλωσα κι εγώ.
Και συνεχίζω.
Όχι επειδή δεν ήσουν τίποτα.
Αλλά επειδή δεν κατάφερες να μείνεις κάτι.
