Ποια γύμνια σου εξημέρωσες πάλι ψυχή μου;
Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Εξημερώνω την γύμνια μου.
Περιφέρομαι στο δωμάτιο δίχως κάτι να καλύπτει το σώμα μου.
Είμαι μόνη μου και νιώθω ελεύθερη από ντροπές.
Και όμως, όταν κάθομαι στην γνωστή πολυθρόνα για να πιω τον καφέ μου, βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη.
Η ψυχή μου είναι ντυμένη ως πάνω.
Με μανδύα που αφήνει μόνο τα μάτια ακάλυπτα.
Και αυτά κουρασμένα.
Και αυτά με ελάχιστο φως να τρεμοπαίζει μέσα τους, σαν καντήλι που τελειώνει το λάδι του.
Ανάβω τσιγάρο.
Ποια είναι αυτή απέναντί μου;
Ξέχασα.
Η όψη μου μοιάζει οικεία αλλά κάτι λείπει.
Κάτι δεν είναι ίδιο.
Σαν να έχει στεγνώσει η ψυχή από αισθήματα.
Καμιά λάμψη.
Καμιά ρυτίδα από δυνατά γέλια.
Κανένα χρώμα από όνειρα.
Τι πέρασες ρε ψυχή μου και κατάντησες έτσι;
Ξέχασα..
Ήρθε η ώρα να ντυθώ.
Να φορέσω τα αρώματα που με ταξιδεύουν και ό,τι μισοτσαλακωμένο βρω.
Τι πέρασες ρε ψυχή μου και πάγωσες έτσι;
Ξέχασα..
Ήρθε κιόλας η ώρα να φύγω.
Χτύπα εσύ καρδιά μου.
Να μου θυμίζεις ότι κάτι μέσα μου ακόμα ζει.
Και πού ξέρεις.
Αύριο, μπροστά από τον καθρέφτη, ίσως καταφέρω να ξεγυμνώσω και την ψυχή μου.
Ίσως καταφέρω να ξυπνήσω και τα μέσα μου.
Ίσως να θυμηθώ ό,τι ξέχασα.
Ίσως σε βρω ξανά, εαυτέ.