Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Πώς να πετάξω χωρίς τα φτερά μου;
Σου τα χάρισα για πολλά χρόνια για να μπορείς να πετάς χωρίς να κουράζεσαι.
Κι όμως δεν τα ξαναβρήκα ποτέ.
Το μόνο που βρήκα ήταν η άγνοιά σου για το πόσα σου πρόσφερα.
Πόσα στερήθηκα για να έχεις εσύ πάνω απ’όλα όσα σου έλειπαν.
Όσα δεν είδες και όσα δεν θα έβλεπες αν εγώ δεν ήμουν στο πλευρό σου.
Και τώρα σιωπή!
Σιωπή, σιωπή, σιωπή.
Ποτέ δεν μου άρεσε στ’αλήθεια αυτή αντίδραση, γιατί αντίδραση είναι κι όχι δράση.
Δεν τα πάω καλά με τις σιωπές, από παιδί μου άρεσαν οι φωνές και οι εκρήξεις.
Δεν άκουσα ποτέ την λέξη σώπα.
Γιατί να σιωπήσω;
Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις να σιωπήσω;
Θα μιλήσω και θα φωνάξω, δεν θα κρατήσω τις λέξεις που απ’την ψυχή μου αναβλύζουν.
Δεν καταλαβαίνεις, δεν νιώθεις, δεν μαρτυράς τίποτα.
Άρα δεν ζεις, προσπερνάς την ώρα που τρέχει αλύπητα από πάνω σου και ελπίζεις να δεις κάτι διαφορετικό.
Μα ό,τι κι αν δεις, δεν σε αγγίζει πλέον, γιατί είναι αργά πια.
Πλέον θα ακούς μονάχα την σιωπή μου κι ένα δεν νιώθω τίποτα να λέει.
Πλέον θα φεύγει η σκιά απ’ τα χαρακώματα, για να μπορώ να ζω μ’ό,τι μου έχει απομείνει.
Πλέον θα φεύγεις κάθε μέρα και πιο πέρα.
Πλέον με δανεικά φτερά θα σέρνω τον αέρα.
Πλέον θα φτιάξω τον δικό μου τον αγέρα, για να πετάω ξανά ψηλά στον ουρανό.