Γράφει η Άντζελα Καμπέρου & o Κένταυρος Α.
Πέμπτη 27 Γενάρη, 2022
Έχω αφήσει από το βράδυ τα στόρια ανοιχτά και ξυπνάω άτσαλα με μία αχτίδα του ήλιου να τρυπάει τα μάτια μου. Το χιόνι απέξω δεν έχει λιώσει ακόμα αλλά στάζει σιγά σιγά από την σκεπή. Σηκώθηκα απρόθυμα, πήγα στο μπάνιο έπιασα την οδοντόβουρτσα να πλύνω τα δόντια μου και συνειδητοποίησα πως δεν ήταν η δική μου.
Είχα αφήσει τη δική του ξεχασμένη εδώ και μήνες ολόκληρους μέσα στη θήκη, την περιεργάστηκα, σχεδόν την χάιδεψα και έπειτα την πέταξα στα σκουπίδια. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου πήρα δυο βαθιές ανάσες και πήγα στην κουζίνα. Έφτιαξα καφέ, έστριψα και ένα τσιγάρο και άραξα στον καναπέ κοιτάζοντας τις σταγόνες από το χιόνι που λιώνει να ποτίζουν την γλάστρα που έχω παραμελήσει μέρες τώρα.
Κάποια στιγμή χτύπησε το σταθερό μου, δεν ξέρω γιατί αλλά μου φάνηκε πολύ παράξενο. Ο καθρέφτης από πίσω του μου γύρισε πίσω το είδωλό μου και σχεδόν τρόμαξα. Ασουλούπωτη, άλουστη, απεριποίητη. Τι έχει γίνει; Αναρωτήθηκα.
Έσκυψα στο έπιπλο που ήταν το τηλέφωνο να ανοίξω το ντουλάπι με την ατζέντα και τους τηλεφωνικούς καταλόγους και μπροστά μου βρήκα ένα πούρο. Δικό του. Πάλι μπροστά μου πράγματα του γαμώτο. Πάλι μπροστά μου. Το πέταξα με βία στον τοίχο πίσω μου, έκλεισα το ντουλάπι με όσο περισσότερη δύναμη μπορούσα, να εκτονώσω λίγο τα νεύρα μου.
Στο τασάκι το τσιγάρο μου έχει γίνει όλο στάχτη και τώρα οι σταγόνες από την οροφή έχουν γίνει ποτάμι. Ποτάμι σαν τα δάκρυα που ξαφνικά κυλάνε στα μάγουλά μου και που δεν έχω καταλάβει από που και γιατί προήλθαν.
Ξανακάθομαι στον καναπέ. Κλείνω τα μάτια και όταν τα ξανάνοιξα το φεγγάρι στεκόταν αγέρωχο μπροστά μου. Πως; Περίεργη μέρα σήμερα γαμώτο.
Δεν μπορώ να κάθομαι άλλο μέσα, ας είναι βράδυ, ας κάνει κρύο, ντύνομαι όσο πιο ζεστά μπορώ και βγαίνω έξω μια βόλτα. Οι δρόμοι άδειοι, το φως από ένα περίπτερο μου τραβάει την προσοχή στο κατά τ’ άλλα κατασκότεινο βράδυ. Αγόρασα δυο μπουκάλια μπύρα και κάθισα σε ένα παγκάκι κάτω από τον μοναδικό στύλο που ανάβει, τι μαλακίες κάνει και αυτός ο δήμος με τις λάμπες…
Σκοτάδι, ένα παγκάκι να φωτίζεται και εγώ· τα μπουκάλια τα ήπια σαν νερό, τα τσιγάρα τα κάπνιζα λες και αυτά θα ήταν το οξυγόνο που θα με έκαναν να νιώσω καλύτερα, η στάχτη και οι γόπες είχαν γεμίσει μισό μπουκάλι, πρέπει να τελείωσα τον καπνό που πήρα χθες, δεν θυμάμαι πόσα έκανα.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο αχνοφαίνονται τα χρώματα από ένα παιδικό τρενάκι, παρατημένο, βρώμικο, ταλαιπωρημένο, «σαν εμένα» σκέφτομαι. Όταν ξανακοίταξα το τρενάκι δεν ήταν εκεί, ούτε ίχνος απο τα μουντά χρώματά του δεν άφησε, λες και δεν υπήρξε ποτέ, «σαν εμένα» σκέφτομαι.
Οι ώρες περνάνε και εγώ δεν έχω κουνήσει, μέσα στην παγωνιά κάθομαι ώρες, δεν νιώθω τίποτα. Ένα αμάξι περνάει γρήγορα και παίζει δυνατά το τραγούδι «μας», χωρίς να το καταλάβω έχω πετάξει το μπουκάλι με δύναμη προς το μέρος του και ο ήχος από τα γυαλιά να μοιράζουν στον δρόμο αντηχεί στον, πέραν του μαλάκα με το αμάξι, απόλυτα ήσυχο δρόμο.
Είναι ώρα να φύγω, σηκώνομαι και το χιόνι στο πεζοδρόμιο έχει γίνει πάγος, στο πρώτο βήμα και μετά από μερικές πιρουέτες τρώω μια σαβούρα όλη δική μου. Η συνέχεια ήταν πάρα πολλά προσεκτικά βήματα, και μερικές ακόμα σαβούρες μέχρι να φτάσω σπίτι, πρέπει να έχω μπλαβίσει παντού.
Ο λαιμός μου στεγνός, βάζω βότκα σε ένα ποτήρι και ανάβω το πούρο του που πέταξα το πρωί και κατέληξε πίσω απ’ τον καναπέ. «Είναι μαλάκας αλλά έχει γούστο», πρώτη τζούρα, δεύτερη και πάω στο παράθυρο.
Στο πεζοδρόμιο κάτω απ’ το σπίτι το αμάξι του παρακαρισμένο, το φως της καμπίνας αναμμένο, η ηλιοροφή ανοικτή και συνεπιβάτης μια γυναίκα. Χτυπάει το κινητό, «Μωρό», το σηκώνω, δεν μιλάω. «Με ακούς; Ξέρω ότι είναι αργά αλλά θα μπορούσα μήπως να ανέβω να πάρω την δεύτερη οδοντόβουρτσα μου; Την χρειάζομαι απόψε, δεν θα μείνω σπίτι μου», το κλείνω και ανοίγω το παράθυρο.
Δίπλα μου η φρουτιέρα της κουζίνας και ένα αγγούρι σαν το χέρι μου που ετοίμαζα να κάνω σαλάτα, δεν ήξερα ότι είχα αρκετά καλό στόχο ώστε να περάσει την οροφή και να προσγειωθεί στο κεφάλι της ξανθιάς, «Στον κ@λο σου να το βάλεις!» φώναξα και έκλεισα το παράθυρο βιαστικά.
Άκουσα να μαρσάρει και να φεύγει, πήρα αγκαλιά τα σεντόνια μου και κοιμήθηκα σαν το πουλάκι. Περίεργη μέρα γαμώτο…