Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Όταν η πόλη καίγεται υπάρχει ένα μέρος που πάμε, με μια παγωμένη μπύρα και ένα πακέτο τσιγάρα, εκεί βλέπεις, ξεχνάμε τον κόσμο και φτιάχνουμε τον δικό μας. Μια έξοδος κινδύνου από τον θόρυβο της καθημερινότητας, μια ανάσα γεμάτη με εσένα, μια απαραίτητη συνέχεια στις αιώνιες ράγες της ζωής. Κοιτάμε από ψηλά τα χρώματα που παίρνει η πόλη, κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί. Φλόγες υψώνονται στον αέρα μα καμία δεν μας αγγίζει.
Μία παγωμένη μπύρα στο ένα χέρι, ένα τσιγάρο στο άλλο και ο απέραντος ουρανός με τα αστέρια από πάνω μας. Και εκεί, σε εκείνη την ταράτσα, με θέα μια άσβεστη φλόγα από κάτω μας και μια απέραντη έκταση να την κάνουμε ότι θέλουμε από πάνω μας, χτίζουμε τον δικό μας κόσμο. Κοιτάμε τα αστέρια και φτιάχνουμε ένα μικρό πέτρινο σπίτι, σε ένα μικρό λιβάδι με μία λίμνη ακριβώς δίπλα και διάσπαρτα λουλούδια πάνω στο καταπράσινο γκαζόν. Δύο άλογα παραπέρα, δεμένα σε ένα στάβλο και ένας σκύλος. Κοιταζόμαστε για λίγο και το μυαλό μας ταξιδεύει. Μαζί, εμείς οι δύο, σε ένα καταπράσινο λιβάδι, χωρίς κανέναν άλλο. Ρίχνουμε τα μάτια μας προς τα κάτω, στην φωτιά που ακόμα μαίνεται. Εμείς την βάλαμε. Εμείς μωρό μου.
Βάλαμε φωτιά στον κόσμο τους για να φτιάξουμε τον δικό μας. Απαραίτητη η μορφή σου για το οξυγόνο μου, απαραίτητη η παρουσία σου για την συνέχιση της ύπαρξής μου. Μια άδεια, κενή ζωή χωρίς εσένα και με το που ήρθες φωτιά στα πάντα. Να καούν απωθημένα, να καούν επικριτές και δήθεν φίλοι, να καούν οι ζήλειες και ο φθόνος και τα λόγια και και και. Να καούν τα πάντα μωρό μου, και μέσα στις φλόγες, στο κέντρο της φωτιάς, εμείς. Αγκαλιασμένοι να χαζεύουμε το χάος που άφησε πίσω του ο έρωτάς μας. Με μια παγωμένη μπύρα στο ένα χέρι, να περιγελάμε απροκάλυπτα τη φωτιά που μαίνεται και ένα τσιγάρο στο άλλο χέρι ενισχύοντας με κάθε τζούρα τις φλόγες γύρω μας.
Δείτε, εμείς δεν καιγόμαστε από λόγια και πεζά ανούσια πράγματα. Εμείς βάλαμε μόνοι μας φωτιά και καιγόμαστε από έρωτα, από μάτια παθιασμένα που ψάχνουν απεγνωσμένα ένα βλέμμα, από φιλιά που αφήνουν χείλη ματωμένα. Εμείς καιγόμαστε γιατί θέλουμε να καούμε, καιγόμαστε γιατί δεν ξέρουμε να υπάρχουμε χωρίς τις φλόγες, αυτές μας δίνουν ζωή. Εσείς καίγεστε γιατί δεν ξέρετε πως να μπείτε μέσα στις φλόγες και να γίνεται ένα μαζί τους.
Τα μάτια γυρίζουν και πάλι στον ουρανό, στον δικό μας κόσμο, σε εκείνο το πράσινο λιβάδι. Τόση αντίθεση, το πράσινο εκείνο λιβάδι με την κόκκινη κόλαση από κάτω μας. Τόση αντίθεση οι ατίθασες ρομαντικές ψυχές μας που αιωρούνται πάνω από μία αδρανή, κυνική, τυλιγμένη στις φλόγες της απάθειας της, πόλη.