Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Ο βλάκας είναι ανίκητος. Όχι γιατί ξέρει κάτι παραπάνω – ας μην κοροϊδευόμαστε. Είναι ανίκητος γιατί δεν ξέρει πότε να σταματήσει. Η άγνοιά του είναι το πιο γερό του όπλο, αλλά η επιμονή του είναι η πραγματική του δύναμη. Όσο πιο λάθος είναι, τόσο πιο αποφασισμένος να μην το παραδεχτεί. Και όσο πιο βλάκας, τόσο πιο ακούραστος στην προσπάθειά του να αποδείξει το τίποτα.
Δεν φτάνει που δεν καταλαβαίνει. Κάνει και το χειρότερο: συνεχίζει. Επαναλαμβάνει τα ίδια κενά επιχειρήματα, τις ίδιες λανθασμένες πεποιθήσεις, λες και αν το κάνει αρκετές φορές, ο κόσμος θα τον πάρει στα σοβαρά. Δεν είναι ότι έχει δίκιο – απλά δεν ξέρει να σταματήσει. Δεν ξέρει να πει «έκανα λάθος» ή «δεν ξέρω». Για τον βλάκα, η παραδοχή είναι ισοδύναμη με την ήττα, και η ήττα είναι κάτι που η εγωιστική του αφέλεια δεν μπορεί να αντέξει.
Η πραγματική δύναμή του είναι η ακούραστη επιμονή του. Δεν θα κουραστεί ποτέ να επιμένει στο λάθος, ακόμα κι όταν όλα γύρω του του φωνάζουν το αντίθετο. Γιατί για τον βλάκα, το να παραδεχτεί ότι δεν ξέρει ή ότι έκανε λάθος, σημαίνει να αποδομήσει τη μικρή του «αυτοκρατορία» από ψεύτικες βεβαιότητες. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα διακινδυνεύσει ποτέ.
Το πιο εκνευριστικό; Εσύ, από την άλλη, θα κουραστείς. Θα εξαντληθείς προσπαθώντας να εξηγήσεις, να πείσεις, να φωτίσεις τη σκοτεινή γωνιά του μυαλού του. Εκείνος όμως όχι. Θα συνεχίσει να επαναλαμβάνει το λάθος του, με την ίδια αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος που δεν καταλαβαίνει καν πόσο άδικο έχει. Και το πιο ασφαλές καταφύγιο του βλάκα είναι ακριβώς αυτό: η ανικανότητά του να δει το λάθος του.
Η μεγαλύτερη παγίδα είναι να μπεις στη μάχη μαζί του. Γιατί ο βλάκας δεν θα σταματήσει ποτέ. Το να παραδεχτεί την ήττα ή την άγνοιά του είναι έξω από τη φύση του. Κι έτσι, εσύ θα χάσεις χρόνο, ενέργεια και ίσως και τη λογική σου.
Ο βλάκας είναι ανίκητος γιατί δεν ξέρει πότε να σταματήσει. Και η μεγαλύτερη νίκη σου απέναντί του είναι να αποχωρήσεις από τη «μάχη». Άφησέ τον να ζει στη δική του πραγματικότητα. Και προχώρα. Γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή για να χαραμίζεται εκεί που δεν υπάρχει καμία ελπίδα αλλαγής.