Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Κουράστηκα. Δεν μπορώ να προσπαθώ άλλο. Καθόλου δεν ήταν στις προθέσεις μου να τα παρατήσω, αλλά φτάνει. Μίλησα, φώναξα, έκλαψα, διακωμώδησα. Πέρασα όλα εκείνα τα στάδια που μπορούσα να αντέξω για να σου δώσω να καταλάβεις πως έχω χτυπήσει κόκκινο καιρό τώρα και πως αν δεν κάνεις κάτι κι εσύ είμαστε τελειωμένοι. Γέλαγες.
Όχι δεν έφταιξε που δεν έβαζες τα άπλυτα στο καλάθι. Ούτε που δε μάζευες το πιάτο σου από το τραπέζι ή που δε θυμόσουν γιορτές και επετείους. Αυτά είναι συνηθισμένα, συμβαίνουν πάντα και παντού και κανείς δε διέλυσε σχέσεις για πράγματα τόσο κοινότυπα και ηλίθια πρακτικά. Σαφώς και θα ήταν καλύτερα αν δε συνέβαιναν όμως ούτε εγώ ήμουν τέλεια για να ψάχνω από εσένα το αψεγάδιαστο.
Σημασία δεν είχε ποτέ το πρακτικό και το υλικό κομμάτι. Αυτό που ζήτησα -και τελικά έκανα πολλές εκπτώσεις- ήταν η αδιαπραγμάτευτη δίψα μου για ζωή. Και ζωή αγόρι μου δεν είναι δυο χάδια και τρία κιλά φιλιά κάθε Δευτέρα-Τετάρτη-Σάββατο. Δεν είναι μόνο το κρεβάτι ή ο κοινός καναπές.
Ζωή είναι το απόβλεπτο και το πιθανό. Η χαρά και η λύπη αλλά και για τους δυο. Το μοίρασμα διάφανων συναισθημάτων που δε χρειάζεται να αμφιβάλει ή να αναρωτιέται κανείς γι’αυτά. Η πρόθεση να είναι ο άλλος καλά με ό,τι τον ευχαριστεί να κάνει, ή να μην κάνει, χωρίς να βλάπτει τον άλλον.
Και δεν με κάλυψε ποτέ η φράση «έτσι είμαι εγώ». Κι εγώ είμαι αλλιώς, τι να κάνουμε τώρα; Να καθόμαστε να κοιτάμε πώς είναι ο καθένας και να επικοινωνούμε με σήματα καπνού; Ναι αλλά δεν ήμουν, θα μου πεις. Τώρα έγινα. Βλέπεις που δε με ξέρεις; Έβλεπες αλλά δεν κοίταγες. Και αυτό είναι το μοναδικό που σου χρεώνω.
Έπλασες στο μυαλό σου αυτό που σου έδωσα το δικαίωμα να πλάσεις. Μικρά βήματα οπισθοχώρησης κάθε φορά για το κοινό καλό που έγιναν κεκτημένα και μετά απαιτήσεις.
Ουρλιάζω «κουράστηκα» και γελάς. Και παίρνω αυτό μου το ουρλιαχτό φίλε μου και γίνεται ανεμοστρόβιλος. Τυφώνας που τα πήρε όλα και τα σήκωσε. Δύναμη που δε με αφήνει να κάνω πίσω γιατί πίσω είναι ο γκρεμός. Δεν ακούς. Δε βλέπεις. Τα είχες όλα τόσο δεδομένα, που εσύ παρέα με τον εγωισμό σου έκανες κερκίδα και διασκέδαζες με το θέαμα. Εκ του ασφαλούς. Πίστευες.
Φτάνει. Η ζωή δε θέλει εκπτώσεις. Όσο φθηνότερο το εμπόρευμα τόσο πιο εύκολα φθείρεται. Κι εγώ ξεπούλησα και πάω για ανεφοδιασμό. Από εκείνους τους «πολύτιμους» που θα με κάνουν αυτόφωτη ξανά. Που δε χρειάζεται κανείς να μου πει τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω. Με ποιους μπορώ και με ποιους δεν μπορώ να μιλάω. Τι μου ταιριάζει και τι όχι. Τι θέλω και τι δε θέλω!
Ουρλιάζω «κουράστηκα» κι αυτό το ουρλιαχτό είναι η δύναμή μου. Είναι το κουμπί επανεκίννησης. Είναι η ευκαιρία μου να ζήσω πραγματικά χωρίς πρέπει, ίσως, μήπως και αν, αλλά με θέλω και μπορώ! Μόνη μου ή με παρέα! Κι εύχομαι και σε σένα τα ίδια και καλύτερα.