Γράφει η Ράνια Σταθάκη
Δεν είχε μουσική εκείνο το βράδυ. Ούτε ποτό, ούτε ρομαντικά κεριά.
Είχε μόνο εμάς. Καθισμένους στο πάτωμα, με τις πλάτες στους τοίχους και τη σιωπή ανάμεσά μας να μοιάζει απρόσμενα οικεία.
Δεν μιλήσαμε πολύ. Δεν χρειάστηκε.
Ήμασταν εκεί — δύο άνθρωποι που δεν ήξεραν πού πηγαίνουν, αλλά ήξεραν καλά πως δεν ήθελαν να φύγουν ο ένας από τον άλλον.
Κι αυτό, εκείνη τη νύχτα, έφτανε.
Καμιά φορά ο έρωτας δεν κάνει θόρυβο.
Δεν φωνάζει “κοίτα με”, ούτε απαιτεί επιβεβαίωση.
Κάποιες φορές, μοιάζει με εκείνο το φως που γεμίζει το δωμάτιο από μια λάμπα που κανείς δεν άναψε, αλλά κανείς δεν θέλει να σβήσει.
Καθόσουν απέναντί μου, με τα γόνατα λυγισμένα, και με κοιτούσες λες και ήξερες.
Ήξερες πως εγώ δεν είμαι εύκολος άνθρωπος.
Ήξερες πως πριν από σένα υπήρξαν άλλοι που πέρασαν, αλλά δεν έμειναν.
Κι όμως δεν τρόμαξες.
Δεν μου είπες “σ’ αγαπώ”.
Αλλά όταν μου έδωσες το ποτήρι με νερό και το άφησες να ακουμπήσει στο χέρι μου λίγο περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, το άκουσα.
Κι όταν γύρισες το βλέμμα σου στο ταβάνι και χαμογέλασες μισά, το κατάλαβα:
Δεν ήμασταν μόνο δύο άνθρωποι σε ένα δωμάτιο.
Ήμασταν δύο ιστορίες που για πρώτη φορά ήθελαν να γραφτούν μαζί.
Δεν ξέρω τι ήμασταν. Δεν ξέρω τι θα γίνουμε.
Ξέρω μόνο πως εκείνη τη νύχτα, ανάμεσα στους τοίχους και τα ξεφτισμένα χρώματα,
κάτι μέσα μου ένιωσε πως δεν χρειάζεται πια να παλέψω για να μείνω.
Γιατί όταν ο άλλος σε κοιτά και ανασαίνει μαζί σου χωρίς να προσπαθεί,
τότε δεν έχει σημασία το αύριο.
Έχει μόνο το “είμαι εδώ” που δεν ειπώθηκε, αλλά ακούστηκε καθαρά.