Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Οι μεγαλύτερες αλήθειες λέγονται όταν νομίζεις πως δεν σε ακούει κανείς.
Όταν η φωνή σου κυλάει σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά, μέσα στη νύχτα ή σε μια ξένη χώρα, εκεί όπου οι λέξεις σου νομίζεις πως είναι ασφαλείς. Εκεί ξεγλιστράνε τα πιο αληθινά «θέλω», τα πιο βαθιά «φοβάμαι», τα πιο αμήχανα «μου λείπεις».
Γιατί η αλήθεια δεν αντέχει το βλέμμα του άλλου. Θέλει σκοτάδι, σιωπή και απόσταση για να φανερωθεί. Θέλει εκείνη τη στιγμή που δεν υπάρχει κοινό, ούτε σκηνή, ούτε χειροκρότημα. Μόνο εσύ, ο εαυτός σου και μια κουβέντα που βγήκε κατά λάθος, αλλά τελικά σε ξεγύμνωσε.
Πολλές φορές νομίζουμε ότι κρατάμε τα ηνία, ότι ελέγχουμε τι θα ειπωθεί και πότε. Κι ύστερα, ένα απλό «ξέφυγε μου» λέει όσα δεν τόλμησες να πεις ποτέ συνειδητά. Γιατί η ψυχή δεν έχει πρωτόκολλο· έχει ανάγκες. Κι όταν δεν τις αφήνεις να βγουν, βρίσκουν τρόπο να σε προδώσουν.
Οι πιο μεγάλες αλήθειες δεν φωνάζονται. Ψιθυρίζονται. Ξεπηδούν από ένα βλέμμα που κράτησε λίγο παραπάνω, από ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ, από ένα «τίποτα» που όμως εννοούσε τα πάντα. Είναι εκείνες που δεν προλαβαίνεις να διορθώσεις, που δεν έχουν φίλτρα, ούτε ωραίο φινάλε.
Και συνήθως, τις λες όταν νομίζεις πως κανείς δεν ακούει — γιατί μόνο τότε σταματάς να παίζεις ρόλο. Μόνο τότε δεν προσπαθείς να πείσεις, να εντυπωσιάσεις, να προστατευτείς. Λες απλώς την αλήθεια. Και μπορεί να είναι άβολη, μπορεί να είναι ωμή, αλλά είναι δική σου.
Γι’ αυτό και οι πιο αληθινές κουβέντες δεν γράφτηκαν ποτέ. Ειπώθηκαν στο άδειο δωμάτιο, στην άκρη ενός δρόμου, σε μια πόλη που δεν θυμάσαι καν το όνομά της. Εκεί που ο φόβος κοιμήθηκε για λίγο και η ψυχή σου βρήκε χαραμάδα να ανασάνει.
Οι μεγαλύτερες αλήθειες δεν φτιάχνονται για να ακουστούν.
Γίνονται για να ειπωθούν.
Κι όποιος τις άκουσε τυχαία, απλώς στάθηκε τυχερός.
