Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ξέρεις τελικά τι είναι οι άνθρωποι φίλε μου; Οι άνθρωποι δεν είναι σάρκες, είναι γεύσεις, εικόνες, μνήμες κι αρώματα, κυρίως είναι αρώματα!
Εκείνο το βράδυ μαλώσανε άσχημα για νια αστεία τελικά αφορμή, κι αφού τον είχε απειλήσει αμέτρητες φορές στο παρελθόν, αφού τον είχε σχεδόν εκβιάσει, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε από το σπίτι.
Αλλά ο εγωίσταρος ή ο πολύ υπερήφανος, όπως το δει κανείς… δεν της μίλησε, την κοίταξε παγερά κι έμεινε εντελώς ανέκφραστος.
Μα σας πέρασε η ώρα κι εκείνος όλο αυτό το διάστημα ήταν ασάλευτος και πέτρινος και δεν έβγαζε κανένα του συναίσθημα στην επιφάνεια, πήγε κάποια στιγμή και πλάγιασε στο κρεβάτι.
Δίπλα του όμως, στην άδεια πλευρά που ξάπλωνε αυτή, πάνω στο μαξιλάρι, υπήρχε ένα λευκό δικό της μπλουζάκι.
Το πήρε στα χέρια του και το μύρισε κι ήταν η μυρωδιά της που τον έκανε και ξέσπασε. Ήταν η δική της μυρωδιά που τον έκανε να εκφραστεί, που από πέτρινος, έγινε νερό και χύθηκε. Ήταν η μυρωδιά από το λευκό μπλουζάκι της, που έφτανε και περίσσευε για να τον κάνει χάλια, να τον διαλύσει, να του ισοπεδώσει τον εγωισμό του ή την αξιοπρέπεια του, όπως το πάρει κανείς…
Το πήρε αγκαλιά λοιπόν και μια άγρια βροχή αρχίνισε μέσα του, μια βροχή που έγινε δάκρυα ορμητικά στα δύο του μάτια.
Όλο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος, χώθηκε ολόκληρος μες στα σκεπάσματα μαζί με το μπλουζάκι, θαρρείς πως ήθελε να φυλακίσει το άρωμά του κι εκεί τον βρήκε το ξημέρωμα.
Εκείνος, το μπλουζάκι της και τα αναφιλητά του…
Από εκείνο το βράδυ πέρασε πολύς καιρός κι αυτή δεν ξανά πήγε να πλαγιάσει στην μεριά της. Μα, ούτε κι άφησε καμία άλλη να αγγίξει το κορμί του και το δίπλα μαξιλάρι. Φοβόταν να μην χαθούν οι εικόνες, να μην ξεχαστούν οι γεύσεις, να μην ατιμαστούν οι μνήμες και κυρίως, να μην μυρίσει κάτι αλλιώτικο από αυτό που ήδη ήξερε. Μόνο εκείνος και το μπλουζάκι που είχε το άρωμα της!
Κι ας πέρασαν μήνες από τότε κι ας ξεθύμανε κάποια στιγμή το άρωμα κι ας έπαψε να μυρίζει έντονα.
Εκείνος σχεδόν κάθε βράδυ, αγκαλιά με το λευκό μπλουζάκι κοιμόταν, για να νομίζει πως την έχει εκεί, για να ξεγελάει τον εαυτό του και να παλεύει την αφόρητη για εκείνον απουσία της. Με το μπλουζάκι που κάποτε αγκάλιαζε το σώμα της κι είχε το άρωμα της.
Το άρωμα της, που είχε ποτίσει την ψυχή του, που κάποτε έβαζε το πρόσωπο του στον λαιμό της και την αποκαλούσε, “κήπο του και μοσβολιά του”.
Το άρωμα που λάτρευε, που τον έκανε να την ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που το μύρισε πάνω της, που θα το ξεχώριζε, μα το Θεό σας λέω, ανάμεσα σε όλα τα αρώματα του κόσμου.
Το άρωμα του έρωτα… έτσι το έλεγε εκείνος.
Γιατί οι άνθρωποι τελικά φίλε μου, είναι εικόνες, γεύσεις, μνήμες κι αρώματα, κυρίως είναι αρώματα!