Ξόρκισα εκείνο που δεν μπόρεσα να κάνω δικό μου
Γράφει η Ελένη Αράπη.
Χτες το βράδυ πνιγόμουν, δεν φύσαγε φύλλο, έκανε τόση ζέστη, άπνοια, ούτε ένα πνεύμα δεν ήθελε να με συντροφεύσει, ούτε μια φωνή ιδανική, ξεχασμένη, καταραμένη δεν ερχόταν από το παρελθόν να με χαιδέψει.
Έβγαλα τα παπούτσια, βγήκα στο δρόμο ξυπόλητη. Πήγα στους βάλτους από παιδί μου άρεσε να περπατώ μέσα στο βούρκο, να χώνομαι, να αγωνίζομαι, να λασπώνομαι, πάντα χωρίς πόδια, χωρίς χέρια με την ψυχή να ανεβαίνω, όσο κι αν ο βούρκος με τραβούσε προς τα κάτω, όσο κι αν με ελκύει ο χαμός.
Και μετά έβγαινα, κατάκοπη, λασπωμένη έτρεχα στην θάλασσα να με ξεπλύνει, τις λάσπες, τις αμαρτίες, τα θέλω, τα πρέπει, τα μπορώ, όλα να φύγουν να μείνω κενό, ένα κορμί αδειανό.
Χτες έκαιγε η σάρκα, μάτωνε η ψυχή, πήρα το δρόμο τον παιδικό. Κατέβηκα τον κατήφορο, τα πόδια μου γδέρνονταν μα ήταν τόση η λαχτάρα μου που δεν πονούσα, πέταγα, πέταγα, οι δρασκελιές μου είχαν βγάλει φτερά, ήθελα τόσο να χώσω το κεφάλι μες στη λάσπη να ματώσω, να παλέψω, να σωθώ στη θάλασσα να πνιγώ.
Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμουν όλοι θα πεθάνουμε, ας διαλέξουμε τον πιο αγαπημένο έρωτα, τον πιο αγαπημένο θάνατο. Μα ήμουν δειλή, δειλή, αν θέλει ψυχή ο έρωτας, ο θάνατος να δεις πόση ελευθερία θέλει. Γι΄αυτό όλοι κρυβόμαστε κάτω από τα σκεπάσματα, λες και δεν είναι τάφος ζωντανός το ίδιο μας το κρεββάτι.
Επιτέλους αντίκρισα τη θάλασσα μου, λίγο πριν μπω, λίγο πριν μέσα της εξαγνιστώ ένα αστέρι, άπλωσε το χέρι ” έλα να σηκώσω το βάρος σου’ μου είπε “έλα να σε φωτίσω, έλα να σε κάνω ένα, να σβήσει η θλίψη, να ζωγραφίσω χαμόγελα στο κορμί σου, έλα μαζί μου”. “Δεν μπορώ” του είπα, “Δεν μπορώ να σε σκοτώσω, αν σε αγγίξω, θα σε σβήσω.
Έτσι από μακριά καλύτερα υπάρχεις, καλύτερα με κυβερνάς, καλύτερα με ομορφαίνεις. “Αν σε αγγίξω θα σε θέλω δικό μου για πάντα”.
Πριν μου απαντήσει, πριν ο θάνατός του ορίσει, πήρα ένα μαχαίρι -πάντοτε είχα φυλαγμένο μες στη γύμνια μου, κάτω από την καρδιά- έκοψα τα χέρια να μην μπορούν ποτέ το φως του να αγγίξουν, να μην μπορούν να το σβήσουν.
Έβγαλα τα μάτια, τι να τα κάνω εξάλλου όταν το απόλυτο είχαν αντικρίσει. Κράτησα μόνο την καρδιά και μπήκα στη θάλασσα μου, αγαπημένα να ξεψυχήσω. Επιτέλους η αναπνοή κόπηκε, οι πνεύμονές σταμάτησαν, έγινα θάλασσα.
LoveLetters