Γράφει η Αμάντα Παναγιώτου
Έχεις δει άρρωστους ανθρώπους; Εξαρτημένους από αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγο. Πρόσωπα θλιμμένα, γερασμένα.
Απελπισμενες φιγούρες, με τη κάθε ζήτηση τους να φαντάζει τόσο αναγκαία, ένα βήμα πριν το τέλος.
Κανείς δε φαντάζεται τι εξάρτηση είσαι εσύ.
Εγώ να μιλήσω αλλά και τι να πω;
Ζω με υποκατάστατα εδώ και πολύ καιρό, ώρες-μέρες-μήνες.
Κάτι ψεύτικο κυλάει στο αίμα μου για να καλύψει τη δική σου αλήθεια.
Και τις στιγμές που κάτι πάει στραβά, εκεί κλεινομαι σε εμένα.
Σκίζω τη σάρκα μου και Ουρλιαζω, μα με ακούω μόνο εγώ, όλα μέσα μου και όλα πάντα μυστικά αφού εξ αρχής ονομάστηκες “απαγορευμένο” .
Περνάει γρήγορα όμως και η επήρεια της “φανταστικης” ζωής που έχω χτίσει με φέρνει στα ίσια μου.
Αγόρασα και μια μάσκα, χαλάλι τα λεφτά που έδωσα, έχει ζωγραφισμένο ένα τεράστιο χαμόγελο.
Τις νύχτες όμως, αυτές τις ώρες που όλοι ξεκουραζονται έχω την ανάγκη να δω ποια πραγματικά είμαι.
Πηγαίνω στο καθρέφτη μου, πετάω από πάνω μου τα ψεύτικα και Χριστέ μου πόσο τρομάζω.
Ένας άνθρωπος μισός, δάκρυα που δε μπορώ να σταματήσω, σκέψεις και εικόνες παντού.
Το είδωλο μου στο γυαλί και κάπου εκεί πίσω εσύ να προσπαθείς να με ακουμπήσεις, μα δε μπορείς. Είσαι τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά.
Δεν με αντέχω πια, κουράστηκα λέω να ξαπλώσω, ξανά τη μάσκα μου, ξανά χαμόγελο και όμορφο ύπνο για αυτούς, εφιάλτες για εμένα.
Αύριο βράδυ πάλι, στο ίδιο δωμάτιο, στον ίδιο καθρέφτη.
Καληνύχτα αγάπη μου…