Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Δεν ήθελα απλά να μ’αγαπήσεις, να με καταλάβεις ήθελα. Να καταλάβεις ότι είμαι ένα ιδιαίτερο πλάσμα με πολύ ευαισθησία και αγάπη. Είναι η ευαισθησία μου που μου μιλάει και παρέχει στην καρδιά μου την ανιδιοτελή αγάπη.
Γιατί η γυναίκα κρατάει παραμάσχαλα την ευαισθησία της. Κρατάει παραμάσχαλα την περηφάνια της. Και πρέπει να καταλάβεις ότι η πραγματική ευαισθησία δεν κλίνεται στο “εγώ”. Κλίνεται στο εμείς.
Εκείνο το εμείς που αγκαλιάζει την ψυχή σου, εκείνο που όταν πονάς αγαλλιάζει το είναι σου.
Πες μου λοιπόν γιατί να ανοίξω το στόμα της ψυχής μου όταν δεν βλασταίνει η αγάπη; Γιατί να χρωματίσω το βλέμμα των ματιών μου που όταν βλέπουν δεν κοιτάζουν απλώς, παρά αγαπούν το κάθε χρώμα σαν την ελπίδα στο χάραμα και σαν συγκίνηση μέσα στο ηλιοβασίλεμα;
Πες μου γιατί να καθαρίζω την μέρα μου απ’τις άφορες και κίβδηλες λέξεις, χάνοντας την ουσία, αυτήν που μετριέται σαν συναίσθημα; Πες μου γιατί πεινάω για την ευαισθησία που αγγίζει τα μάτια, αυτήν που ανακουφίζει το βλέμμα;
Πες μου λοιπόν γιατί δεν κατάλαβες ακόμη ότι σ’αγαπώ; Γιατί εγώ άφησα το σ’αγαπώ μου πάνω σου. Και από τότε το ψάχνω. Δεν μπόρεσες να φύγεις ποτέ από μέσα μου. Δεν μπόρεσα ποτέ να διώξω την ψυχή σου απ’το αποτύπωμά μου.
Γιατί σαν γυναίκα θέλω να καταλαβαίνεις πότε σου μιλάω με την ψυχή μου. Γδέρνω τις λέξεις μου για να γράψω ένα κομμάτι από εμένα. Ήθελα μια λέξη να σου γράψω σήμερα, αυτήν που θα καρφωθεί μέσα σου και θα μαρτυράει την φωτιά που καίει τους φθόγγους μου.
Μια λέξη να ανασηκώσει της ψυχής σου το στεναγμό, να τον πάει παρακάτω, εκεί που όταν με βλέπει γεννιέται.
Μια λέξη να περπατάει πάνω σου, να κουρσέψει την απόρθητη πλευρά της αναστολής σου.
Μια λέξη που να σηκώνει το φορτίο της καρδιάς μου όταν παραληρεί η απόγνωση μου.
Ήθελα μια λέξη να κατασπαράξει την λαιμαργία μου και να παραλύσει τα όρια σου.
Και δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις αλλά όλο αυτό είναι ένα παραλήρημα μιας γυναίκας που αγαπά και θέλει να την καταλαβαίνουν. Γιατί η γυναίκα, έχει την ανάγκη να την καταλαβαίνουν.