Τα χέρια μου τυλίγω γύρω απ’το κορμί μου. Το άρωμά σου προσπαθώντας να φυλακίσω πάνω μου, παλεύω με τη συνήθεια του χρόνου να εξατμίζει και να σβήνει αναμνήσεις. Σφίγγω πάνω μου γερά το ολόγραμμά σου, την σκέψη του κορμιού σου, έτσι όπως δενότανε όλη νύχτα μαζί με το δικό μου. Μια χορδή τεντώνει και πάλεται, καθώς τα χείλη σου χαρίζουν τα φιλιά τους πάνω στα δικά μου τα διψασμένα. Ένας αλλόκοτος ήχος γεννιέται και με τρομάζει. Με τρομάζει, γιατί έχει τη δύναμη να με αγγίζει. Κι όσα με άγγιξαν άφησαν πάνω μου σημάδια από εγκαύματα.
Κι όμως εσύ…
Περπατούσες όλο το βράδυ στο λαβύρινθο του μυαλού μου κι εγώ έτρεχα απεγνωσμένα να σφραγίσω όλες τις εξόδους, για να μη βγεις. Να φυλακίσω προσπαθώ την κάθε μια στιγμή σου, που μέσα σε ένα μόνο βράδυ, βάδισε και ζωγράφισε τα ίχνη της πάνω στην φρεσκοστρωμένη άσφαλτο της σκέψης μου. Δρόμος που οδηγεί στην πολιτεία της καρδιάς μου. Θα τον περπατήσεις;
Θα στον στρώσω με άνθη και σ’όλες τις στροφές επάνω θα χτίσω ευθείες. Εσύ μοναχά μην μου κουραστείς! Τις αλυσίδες μου κόβω κι ανοίγω αμπάρες, τις πύλες μου ανοιχτές να βρεις, όπως την αγκαλιά μου. Για σένα. Μόνο για σένα!
Θα φωτίσω τα σοκάκια μου, σκοτάδια να μη βρεις, μη φοβηθείς. Να περπατάς στο φως μου, τίποτα μη σου κρύβεται! Στολισμένη με τα μεταξωτά μου αισθήματα, θα ντυθώ τον πιο όμορφο εαυτό μου και μέσα στο φως, μπροστά σου θα σταθώ, για να με δεις. Να δεις ΕΜΕΝΑ, έτσι όπως δεν με έχει δει κανείς. Γιατί, ψυχή μου, κουράστηκα να κρύβομαι και να κρεμάω στους τοίχους μου μόνο απωθημένα, λόγια ανείπωτα, λόγια βουλιαγμένα. Τι έχω άλλο πιο πολύ να χάσω; Μόνο να κερδίσω μπορώ, κομμάτια δικά σου. Να χτίσω με αυτά μια μικρή φωλιά, να κουρνιάσουν μέσα της τα νέα όνειρά μου. Τολμώ! Εσύ όμως; Τολμάς μέσα μου να βαδίσεις;