Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Μόνο ένας δειλός κλείνει τα μάτια του. Μόνο ένα δειλός κλείνει την ψυχή του. Μόνο ένας δειλός κλείνει την καρδιά του. Κλείνοντας τα μάτια δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί κάτι. Γιατί όταν τα κλείνεις, κλείνεις τα μάτια στην πραγματικότητα και αφήνεις την ουτοπία να δουλέψει.
Κι όταν τ’ ανοίγεις τα πράγματα είναι χειρότερα από πριν. Γι’ αυτό μην τα κλείνεις, άφησέ τα ορθάνοιχτα. Εκτός κι αν είσαι δειλός και τα κλείνεις από δειλία. Γιατί το να αγαπάς κάποιους ανθρώπους είναι κάτι σαν να πηγαίνεις σ’ ένα μικρό πόλεμο! Το ξέρεις απ’ την αρχή πως δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσεις ίδιος! Όμως πας έτσι κι αλλιώς. Κι εγώ αρνήθηκα να συνεχίσω, γιατί ότι είχα στην ψυχή μου αιμορραγούσε. Αρνήθηκα τα μάτια σου, γιατί πληγώσανε το βλέμμα που τα κοιτούσε.
Αρνήθηκα να αναπνέω σε μια πνοή που μύριζε τον θάνατό μου. Ναι είμαι δειλή και θέλω να είμαι έτσι κάποιες φορές για να θυμάμαι την γενναιότητα της ψυχής που αγαπάει, που πονάει κι αιμορραγεί. Που ξέρει ότι η αγάπη δειλιάζει, ματώνει, φθείρεται.
Ναι είμαι δειλή, γιατί κατάλαβα πως πρέπει να είσαι γενναίος για να καταθέτεις την ζωή, τα όνειρα, την αγάπη, την ψυχή σου. Ναι είμαι δειλή, γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσω την δική μου ψυχή, η οποία ξέχασε τι αξίζει. Ναι είμαι δειλή, γιατί ξέχασα να υπάρχω για μένα, ξέχασα να παλεύω για μένα.
Αλλά σταμάτησα να είμαι δειλή και ξανάρχισα πάλι από την αρχή. Εκεί που ξεκίνησαν όλα, που σαν δειλή σε άφησα να με μαγέψεις. Θέλω να διακρίνω πλέον την γενναιότητα για να μπορώ να αγαπώ.
Γιατί εγώ έχω πολλή αγάπη και θέλω να την εκπνεύσω, θέλω να την διεγείρω, να την αποστομώσω με φιλιά, να την ποτίσω με χάδια. Κλείσε τα μάτια κι αφουγκράσου την φυγή μου. Γιατί εγώ ήθελα ένα ποίημα να αναρριχηθεί μες στην ψυχή και με δεμένα μάτια να καρφιτσωθεί στην προσμονή σου.
Ένα ποίημα να μην κουράζεται, να μην αιμορραγεί μέσα στις ρίμες. Κι εσύ, ήθελες ένα ποίημα να σε χρειάζεται, μα εγώ δεν χρειάστηκα ποτέ μου έναν αόρατο θεό