Γράφει ο Σάκης Χαλβαντζής.
Βουτάω στο αλκοόλ μήπως και σε κατανοήσω. Νομίζω κλείνω τις πληγές αλλά ανοίγουν κι άλλες.
Ξεπετάγονται ύπουλα. Με διαβρώνουν. Πονάω. Πονάω πολύ.
Ξεκλειδώνω τη ξύλινη πόρτα του σπιτιού και κοντοστέκομαι κρατώντας κόντρα με το γόνατό μου στο κάσωμα. Όλα γυρίζουν..
Το κεφάλι μου. Θα σπάσει το γαμημένο.
Φτάνω με δυσκολία στο κρεβάτι. Πέφτω με τα ρούχα, μισολιπόθυμος. Το μόνο που καταφέρνω να κάνω μετά δυσκολίας είναι να βγάλω τα παπούτσια μου, τρίβοντας με δύναμη, άγαρμπα το ένα πάνω στο άλλο. Τόσο που στο ένα μου πόδι δημιουργώ πληγή από τη προσπάθεια που καταβάλω. Ψαχουλεύω για το κινητό, στο κομοδίνο. Κάνω μια κίνηση και το πετάω κάτω. Έπειτα το φέρνω σε απόσταση χιλιοστών από τα μάτια μου και βλέπω τ’όνομά σου να λαμπυρίζει, μες στο σκοτάδι, με κεφαλαία, τρεμάμενα γράμματα.
«Τι όμορφο που είναι τ’όνομά σου;»
Θαρρώ πως εκείνη η σκέψη από μόνη της, μ’έκανε να νιώσω καλύτερα. Σαν να κατάλαβα μια δέσμη φωτός να εισέρχεται μες στο άηχο δωμάτιο. Πατάω το πλήκτρο της κλήσης. Το πατάω ξανά. Πάλι.. Επανειλημμένες, άσκοπες προσπάθειες ν’ακούσω έστω τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Έστω αυτό! Να ηρεμήσουν τα μέσα μου. Να τη βγάλω καθαρή κι απόψε.
Τη μέρα καμώνομαι πως δεν μ’ενοχλεί η απουσία σου. Οχυρώνομαι πίσω από τις λέξεις αναισθησία και κυνικότητα. Με καταπίνει η δίνη της ρουτίνας.
Τη νύχτα όμως.. δεν μπορώ να κλείσω μάτι.
Η ανασφάλεια μου χτυπάει την πόρτα. Ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο. Μου δείχνει τα δόντια της. Δεν αντιστέκομαι. Δεν έχω δύναμη ν’αντισταθώ πια. Δεν έχουν απομείνει παρά μονάχα ψήγματα δύναμης και κουράγιου, με τα οποία παλεύω να μείνω στη επιφάνεια. Κι όλο κάτι μ’ενοχλεί. Αυτό το “κάτι” που πάντοτε εμπεριέχει τ’ονοματεπώνυμό σου. Έχει μακριά πυρρόξανθα μαλλιά και το διάβολο στο κορμί. Είναι ποτισμένο με πορφύρα σε κάθε χιλιοστό και μοσχοβολάει κόλαση. Μια κόλαση που τη θέλω όσο τίποτε άλλο..
Με δηλητηριάζει η απουσία σου. Με γραπώνει η μοναξιά και με κολλάει στον τοίχο.
«Κουράστηκα νά‘μαι μόνος μου.. Κουράστηκα, ακούς;»
Η ίδια δοκιμασία κάθε βράδυ..
Πασχίζω για άλλο ένα “απόψε”. Πασχίζω ν’αντισταθώ. Δεν νομίζω να τα καταφέρω.. νιώθω το τέλος. Νιώθω το σαράκι να περπατάει πάνω μου. Με υποτάσσει, με αλυσοδένει, με συνθλίβει, ξεσκίζει τη σάρκα μου.
«Πού είσαι;»
Νιώθω κάτω από τα πόδια μου να βρυχάται η αβυσσαλέα τρύπα του θανάτου.
Σαπίλα. Αγριεμένη λαλιά. Σήψη. Αποσύνθεση.
Μυρίζει θανατικό ο έρωτάς σου..
«Που είσαι γαμώτο..»