Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
Πόσες φορές προσπάθησες να κρυφτείς από ένα παιδί; Πόσα “η μαμά είναι καλά” χρησιμοποίησες για να τα ξεγελάσεις, καταλαβαίνοντας το αμέσως επόμενο λεπτό πως παίζεις κρυφτό με τον ίδιο σου τον εαυτό;
Πόσες φορές αμέσως μόλις το έκανες, ένιωσες πιο μικρή από αυτό, γιατί συνειδητοποίησες πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο;
Παρ’όλα αυτά, τα παιδιά στέκονται εκεί, απέναντί σου, να σε κοιτάζουν με μάτια σαν καθρέπτες, που μέσα τους βλέπεις την δική σου αλήθεια, που τόσο επιδεικτικά προσπαθείς να κρύψεις.
Υπάρχει μία πλευρά σε αυτά τα παιδιά, που εμείς δεν έχουμε ακόμη γνωρίσει, κι αν ακόμη έχει τύχει να την αντιληφθούμε, δεν της έχουμε δώσει την αξία που της ταιριάζει. Είναι πέρα για πέρα αληθινά και το ίδιο θα έπρεπε κι εμείς απέναντί τους. Έχουν μάθει να αποκρυπτογραφούν κάθε συναισθηματικό μας τόνο και να βιώνουν αυτά που που προσπαθούμε να μη δουν. Δεν τους αξίζει η πλάνη, δεν τους ταιριάζει το ψέμα. Πρέπει να τα προστατεύσουμε από αυτό, οφείλουμε να τα διδάσκουμε την αλήθεια και οι πράξεις μας πρέπει να είναι οι στυλοβάτες της παιδικής τους αυθεντικότητας.
Τα παιδιά σε κοιτάζουν, κι όταν είσαι χαρούμενη, ήρεμη και γαλήνια, τα μάτια σου είναι ο ήλιος τους, που φωτίζει και ζεσταίνει τον κόσμο τους. Νιώθουν κι αυτά το ίδιο ήρεμα με σένα, μόνο που παίρνουν περισσότερο θάρρος να είναι ο εαυτός τους, να φερθούν σαν παιδιά και αυτό είναι το ομορφότερο πράγμα.
Σε διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο, όταν στέκεσαι σκεπτική πάνω από τον πάγκο της κουζίνας, προσπαθώντας να καμουφλάρεις τις έγνοιες σου κάτω από τη σαπουνάδα των πλυμένων πιάτων και τρέχουν να αγκαλιάσουν σφιχτά τα πόδια σου, γεμίζοντάς σε με έκπληξη και απροσδόκητη χαρά.
Τα μάτια τους είναι πάνω σου, όταν παίζετε το αγαπημένο τους παιχνίδι, για να βεβαιωθούν πως το απολαμβάνεις όσο αυτά. Κι αν επιτρέψεις στις σκέψεις σου να επισκεφτούν το παιχνίδι σας, θα το καταλάβουν, θα βαρεθούν και θα κάνουν τα πάντα για να μονοπωλήσουν και πάλι τη σκέψη σου.
Γνωρίζουν καλά πότε είσαι θυμωμένη μαζί τους για τις ασήμαντες ζημιές που έκαναν και μισούν αυτό το συναίσθημα, που κρατά τη μαμά τους μακριά από το γλυκό και καλοσυνάτο πλάσμα που πραγματικά είναι. Αρκεί και πάλι ένα βλέμμα τους, για να σου θυμίσει πως είναι μικρά παιδιά, που μπορεί να μην τα κάνουν όλα τέλεια, μα δεν υπάρχει τίποτα πιο τέλειο από την αθώα παιδική ψυχή τους.
Σε κοιτάζουν ολημερίς και σε θαυμάζουν που τρέχεις πέρα δώθε για να μην τους λείψει τίποτα και σου ανταποδίδουν την αγάπη τους κάθε βράδυ με μία σφιχτή αγκαλιά, που κρατάει απ’έξω όλους τους φόβους, τις αγωνίες, τα πρέπει και τα μη.
Διαβάζουν το άγχος και την αγωνία σου κάθε φορά που τα αφήνεις να μείνουν κάπου χωρίς εσένα και λίγο πριν φύγεις, τρέχουν να σου δώσουν ένα φιλί και να σου πουν ψιθυριστά στο αυτί “μη φοβάσαι, θα προσέχω”, κάνοντάς σε να νιώσεις λιγάκι πιο ήσυχη, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα κουμπώσουν και πάλι το χεράκι τους μέσα στο δικό σου.
Έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται το θαυμασμό που τρέφεις για όλα όσα μπορούν να καταφέρουν μέσα σε τόσα λίγα χρόνια και νιώθουν τόσο χαρούμενα γι’αυτό, που είσαι η κινητήριος δύναμή τους, ώστε να προσπαθούν να καταφέρουν ακόμη περισσότερα.
Κοιτάζουν τα μάτια σου και βλέπουν τη λύπη σε αυτά, αγνοώντας και αδιαφορώντας τελείως για τους λόγους. Ξέρουν μόνο πως η μαμά είναι πιο όμορφη όταν χαμογελάει, γιατί τότε τα μάτια της λάμπουν περισσότερο και απλώνουν την ομορφιά τους σε όλα τα μικρά πράγματα γύρω της. Μην προσπαθείς να κρυφτείς, κοίταξέ τα στα μάτια, όπως έκανες πάντα και μέσα σ’αυτά θα βρεις τον ένα και πιο ουσιαστικό λόγο για να μην είσαι ποτέ λυπημένη. Δεν τους αξίζει. Όχι στα παιδιά.
Εκείνα τα παιδιά, που σε κοιτάζουν και σε διαβάζουν, είναι πάντα μπροστά σου, δίπλα σου, μέσα σου, ποτέ μα ποτέ πίσω σου. Έχουν δυο μάτια τεράστια, γιατί σε αυτά φωλιάζει η αλήθεια του κόσμου όλου και μία ψυχή γεμάτη ενσυναίσθηση και αγάπη. Κοίταξέ τα, προστάτεψέ τα, κάνε τα φυλαχτό σου και χάρισέ τους τον καλύτερό σου εαυτό. Μόνο αυτός τους αξίζει.