Γράφει η Ειρήνη Σταυρακάκη
Κλείνω τα μάτια, ακουμπώντας τα απαλά με τις παλάμες. Διαλέγω το σκοτάδι, γιατί αυτό μου ταιριάζει. Δένει άψογα με κάθε μου ατέλεια, με κάθε μου απωθημένο και κάθε μου λόγο. Εκεί δεν έχω να κάνω με άλλους, έχω να κάνω μόνο με μένα.
Θυμάμαι τα πρόσωπα που με κάνουν να χαμογελώ και να θέλω τρέξω σε κάθε γωνιά της πλατείας. Θυμάμαι τα πρόσωπα που με κάνουν να θέλω να κλάψω και να χαθώ πίσω από τα δέντρα. Εκεί δεν μετράει ο χρόνος σε στιγμές, σε εικόνες, σε ήχους. Μετράει μόνο το ένστικτο. Ένα ένστικτο πρωτόγονο που έχουν τα ζώα για να μπορούν να ταιριάξουν μέσα στη φύση, πλάι στο βουνό ή πλάι στο κύμα. Θυμούνται τι τους προκαλεί φόβο, τι χαρά και τι θλίψη. Δεν ξεχνούν κάτι μονάχα αν το θελήσουν.
Το σκοτάδι σε πλανεύει, σε ζαλίζει, ρουφάει με μανία τη δροσιά όλης της μέρας και φτιάχνει έναν δικό του κόσμο, τον κόσμο όπου όλα σου μιλούν. Δεν ξέρει τι θα πει όχι, δεν μπορείς να τον στενέψεις. Τα όνειρα, οι σκέψεις, τα θέλω σου, κυνηγούν το καθένα τον χαρταετό του και πετούν ψηλά. Ψηλά από κάθε πραγματικότητα, από κάθε εμπόδιο και από κάθε δισταγμό.
Είναι ο χώρος που θέλεις να κρατήσεις για πάντα σφικτά στα δυο σου χέρια, αλλά πάντα ξεγλιστρά ύπουλα, όπως η άμμος στην χούφτα σου. Είναι το άρωμα που φοράς σε κάθε παύση της μέρας σου, αλλά σβήνει στην πρώτη επαφή με το νερό. Είναι ένας ήχος που κάνει η καρδιά σου όταν συναντάς την παντοτινή σου αγάπη. Ένας ήχος έντονος, χωρίς ρυθμό, ακατανόητος και πέρα από κάθε προσδοκία.
Μην μου μιλάς για το σκοτάδι απλά κλείσε για λίγο τα μάτια σου…