Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Με τρομάζουν οι άνθρωποι, που έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους. Που δείχνουν να υπομένουν στωικά την πραγματικότητα που τους σερβίρουν. Που μοιάζουν να αρκούνται στα λίγα και αρνούνται να κάνουν ένα βήμα παραπέρα.
Που επιπλέουν σε μια θάλασσα χωρίς προορισμό κι είναι έτοιμοι να πάνε όπου τους βγάλει, αρκεί να μην κουνήσουν το δικό τους χέρι, απόλυτα παραδομένοι και βολεμένοι στο γραμμένο…
Με τρομάζουν, γιατί μου θυμίζουν αυτόν τον εαυτό που κόπιασα να κοιμίσω. Αυτόν τον εαυτό που πάλεψα και νίκησα ξανά και ξανά και που πάντα επιστρέφει και με κοιτά αποδοκιμαστικά τα βράδια στον καθρέφτη, όταν με βλέπει να πονάω και να προσπαθώ να γιατρέψω τις πληγές μου.
Αυτόν τον εαυτό που καμιά φορά με κοιτά με πονηρό χαμόγελο, όταν με βλέπει να κλαίω και να υποφέρω απ’ την υπερπροσπάθεια.
Με τρομάζουν, γιατί με κάνουν καμιά φορά να σκέφτομαι πως ίσως θα έπρεπε να είμαι σαν εκείνους, που δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο, που δεν κινδυνεύουν από καμιά παγίδα, που δεν χρειάστηκε να αντικρίσουν ποτέ την αποτυχία κατάματα.
Ίσως θα έπρεπε να αρκούμαι σε όσα μου πετούν, να είμαι το καλό παιδί και να κουνάω συγκαταβατικά το κεφάλι. Να υποτάσσομαι στο ταβάνι του δωματίου μου και να βολεύομαι στο γκρίζο. Να μην ψάχνω το γαλάζιο του ουρανού και να μην παλεύω για να χαθώ στα χρώματα του ουράνιου τόξου…
Με τρομάζουν οι άνθρωποι, που έχουν παραδοθεί στη μοίρα τους, γιατί έχουν μάθει τόσο καλά να προσποιούνται, που με κάνουν να ξεχνώ καμιά φορά πως μέσα τους είναι άδειοι. Μοιάζουν ήρεμοι και χαμογελαστοί. Το μυαλό τους δείχνει ανέμελο και ξεκούραστο κι έχουν μάθει να κρύβουν περίτεχνα πως σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια τα όνειρά τους από φόβο.
Πως αποκοιμίζουν το μυαλό τους, για να μη θυμάται πόσα χρώματα έθαψαν κάτω απ’ το μαξιλάρι τους. Πως εκείνες οι μικρές σκέψεις που τολμούν ακόμη πού και πού να ξεπετάγονται απ’ το κεφάλι τους, τις πνίγουν βίαια μέσα τους…
Τις φορές που πονάω, σκέφτομαι πως ίσως έτσι έπρεπε να είμαι. Να φορώ κι εγώ το προσωπείο του ήρεμου και κατασταλαγμένου και να χαντακώνω το φόβο μέσα μου. Να κρύβω το ανικανοποίητο και να βολεύομαι εμετικά στα εύκολα και τα βατά.
Ίσως αυτό θα έπρεπε να είμαι και να γλιτώνω τον εαυτό μου από πληγές, κακοτοπιές, παγίδες και πισώπλατα μαχαιρώματα. Ίσως θα έπρεπε να αρκεστώ στα άχρωμα και άοσμα και να πάψω να παλεύω για χρώματα και μουσικές. Ίσως θα έπρεπε να πνίξω την ψυχή μου με τα ίδια μου τα χέρια, να κοιμίσω τα όνειρά μου νανουρίζοντάς τα με ψεύτικες υποσχέσεις.
Ίσως, μα δεν ζουν όλες οι ψυχές έτσι, δεν αντέχουν όλες οι καρδιές έτσι, δεν υποκύπτουν όλα τα μυαλά έτσι. Είναι κι εκείνες οι ψυχές που είναι για τα δύσκολα, που παλεύουν για τα χρώματα και ζουν για τα χαμόγελα.
Τα λίγα, αλλά τα αληθινά. Είναι κι εκείνες οι ψυχές που κανένας φόβος, καμιά προσπάθεια, καμία παγίδα δεν μπορούν να τις κρατήσουν μακριά απ’ τα όνειρά τους. Όσο επίπονη κι αν είναι η διαδρομή…