Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
– Τι ψάρεψες αυτό το καλοκαίρι παιδί μου;
– Θλίψη και πόνο παππού. Όλα αυτά που πετάνε οι άνθρωποι στη θάλασσα όταν έρχονται στο νησί.
Έτσι είναι το καλοκαίρι παιδί μου.
Έτσι είναι το νησί μας.
Ο χειμώνας πάντα είναι πιο βαρύς. Έχει σκοτάδι μέσα του. Σκοτάδι που βαραίνει τις ψυχές.
Έχει μοναξιά και ώρες που δεν περνάνε.
Έχει πόνο, έννοιες και σκοτούρες που ματώνουν.
Ο κόσμος έχει ανάγκη τη θάλασσα.
Έχει ανάγκη τον ήλιο, την ανεμελιά.
Έχει ανάγκη το μελτέμι μας.
Κι εδώ το νησί μας, τους τα χαρίζει απλόχερα.
Κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τον ήλιο. Κοίτα τα σπίτια μας, κοίτα τις βουκαμβίλιες που στόλισαν τις αυλές μας.
Για όλα αυτά έρχονται εδώ.
Βλέπεις εκείνο το ζευγάρι, αγκαλιά που περιμένει στο λιμάνι, το καράβι του γυρισμού;
Ξέρεις τι πόνο ένιωσαν τον χειμώνα που μας πέρασε;
Ξέρεις πόσα δάκρυα έτρεξαν απο τα μάτια τους;
Ξέρεις πόσες ώρες πέρασαν χώρια μέσα στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας;
Ξέρεις πόσα βράδια δεν κατάφεραν να πούνε καληνύχτα απο την κούραση;
Κοίταξε τους. Είναι εδώ, μαζί, αγκαλιά.
Σα να μην υπήρξε ποτέ ο περασμένος χειμώνας.
Σα να μην φτάνει ποτέ ο επόμενος.
Ήρθαν στο νησί με βαλίτσες γεμάτες σκοτάδι.
Κοίτα τις βαλίτσες τους τώρα είναι γεμάτες με φως.
Αγάπη κι ελπίδα για όλα εκείνα που θα έρθουν.
Κοίτα τα μάτια τους δεν υπάρχει θλίψη.
Δες τα σφιχτοδεμένα χέρια τους δεν υπάρχει πλέον πόνος.
Γι’αυτό ήρθαν.
Γι’αυτό υπάρχουμε εμείς εδώ στο νησί.
Για να πιάσεις εσύ στα δίχτυα σου όλα αυτά που εκείνοι ήρθαν για ν’αφήσουν εδώ.
Βγάλτα απο τη θάλασσα και θάψε τα καλά μέσα στη γη.
Σπόροι να γίνουν και λίπασμα για να μεγαλώσει το δέντρο της ευτυχίας.
Γιατί έτσι χτίζεται η ευτυχία! Με πόνο, θλίψη, απελπισία αλλά και με μεγάλη προσπάθεια.
Κι αυτοί οι δυο προσπάθησαν και τα κατάφεραν.
Και να είσαι σίγουρος θα ξαναγυρίσουν.