Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Η βαλίτσα είναι έτοιμη, φτιαγμένη και κλεισμένη, με περιμένει στην είσοδο του σπιτιού να φύγουμε. Τσεκάρω μια τελευταία φορά το σπίτι, κλείνω και κλειδώνω την πόρτα και ξεκινάω να πάω προς το ταξί που με περιμένει ήδη 10 λεπτά.
Ο ουρανός έχει ένα απόκοσμο γκρι χρώμα, μια απέραντη μουντάδα, που ταιριάζει γάντι με την διάθεση μου. Περίμενα αυτό το ταξίδι πως και πως και τώρα που έφτασε η ώρα να φύγω όλα είναι αλλιώτικα, τίποτα δεν είναι όπως ήταν.
Το ταξί με αφήνει στο αεροδρόμιο, άνθρωποι πάνε και έρχονται, άλλοι γελάνε, άλλοι κλαίνε και αγκαλιάζονται και εγώ τριγυρίζω μόνη και χαμένη μέσα στο αχανές πλήθος.
Ένα παιδάκι με ένα μεγάλο μπαλόνι στέκεται δίπλα στους γονείς του και μάλλον κάποιον περιμένει. Εγώ άραγε που πάω; Θα με περιμένει κανείς, θα με αποχαιρετίσει κανείς;
Γυρίζω και αλλάζω κατεύθυνση για να πάω προς την πύλη μου και τότε μέσα στο πλήθος σε βλέπω μπροστά μου, με μία ατσάλινη, δυσνόητη έκφραση.
Τα χάνω και σε πλησιάζω, με κοιτάς και μου λες ένα απλό “να προσέχεις.”
Έπειτα γυρίζεις την πλάτη και εξαφανίζεσαι μέσα στο πλήθος.