Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Ένα πειραγμένο “γαμώτο” ο θυμός μου.
Θυμώνω και κομματιάζω τις λέξεις μου, τις κάνω χίλια δυο μικρά κομματάκια.
Τις κάνω κραυγές που με χτυπάνε συθέμελα.
Τις κάνω καταιγίδες μες στον άγριο χειμώνα.
Σφαγή μέσα μου, εξιλαστήριο θύμα η ψυχή μου.
Αυτήν που σ’ αγάπησε τόσο τυφλά.
Για δες το πεπρωμένο μας πως σιγοκλαίει.
Σε λάτρεψα τόσο απόψε.
Σε λάτρεψα χωρίς να σκέφτομαι τη μορφή σου, σε φίλησα χωρίς να σε αγγίξουν τα χείλη μου, σε παρατήρησα χωρίς μάτια ή φως.
Μα πώς είναι δυνατόν να μη σε φιλάω;
Σε φίλησα τόσο πολύ που μάτωσαν τα χείλη μου.
Σ’ αγάπησα απ’ την αρχή τόσο πολύ.
Κάθε μέρα και πιο πολύ.
Κάθε νύχτα που περνάει πονάνε οι σκέψεις μου μακριά σου.
Πονάει το κορμί μου χωρίς την αγκαλιά σου.
Ρημάζονται οι φλέβες μου απ’ την απουσία σου.
Με έχεις δέσει τόσο που τα μέλη μου μουδιάζουν.
Κοιτάζω γύρω μου κι όλα γυρίζουν σε σένα.
Όλα είναι όπως στην αρχή, τότε που δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου.
Σφάζω την σκέψη μου καθημερινά να μην σε ζητάει, αλλά γδύνομαι στον ερχομό σου ξανά και ξανά.
Εκείνες τις ώρες τις μελαγχολικές, που σε ζητάω όσο τίποτα άλλο, νιώθω πως όλος ο κόσμος με καταδιώκει, σαν ένα βλοσυρό χαμόγελο.
Πάω λοιπόν κι εγώ να βρω το μέρος που θα απωλέσω την τελευταία πληγή της ελπίδας μου.
Αγάπη μου.
Λαβώθηκε και η ματιά μου που αποσύρθηκε.
Μην κλαις σου είπα.
Μ’ άλλη μορφή να έρθεις, έτσι για να ξανακερδίσω την ουτοπία μου, να ξανακερδίσω τον σεβασμό μου.
Υπάρχω θαμμένη στις αυταπάτες σου κι εγώ ανήμπορη να σηκώσω το βλέμμα σε νοσταλγώ.
Σαν νοσταλγία που σ’ αγαπάει φορώντας το κόκκινο φόρεμα της Άνοιξης.
Μαζεύω τον θυμό μου, δεν κατοικεί πλέον στις αναμνήσεις μου.
Κι αυτό που θέλω πραγματικά να σου πω, είναι πως θέλω να μυρίσω απ’ τα χείλη σου εκείνο το λιβάδι που πόνεσε απ’ την απουσία σου.
Αγάπη μου.
Μες στα μισάνοιχτα χείλη σου κρατάω την ελπίδα μου.