Γράφει η Ειρήνη Αντωνάκη
Όπως κάθε πρωί, σταμάτησα να πάρω τον αγαπημένο μου καφέ. Η μέρα δεν θα ξεκινήσει αλλιώς αν δεν γευτώ την πρώτη ρουφηξιά. Καθώς μπαίνω στο μαγαζί, ακούω τη μοναδική φωνή που, μέχρι πριν δύο χρόνια, μου προκαλούσε ταραχή.
«Δεν είναι δυνατόν», σκέφτομαι από μέσα μου. Δύο χρόνια, κάθε πρωί στο ίδιο μαγαζί, ποτέ δεν σε συνάντησα. Σήμερα τι άλλαξε;
Δίνω μερικά δευτερόλεπτα στον εαυτό μου να συνέλθει, φοράω το χαμόγελό μου, που εξαιτίας σου είχα χάσει για καιρό, και γυρνάω. Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου, δεν ξέρω αν μιλάνε όσα ένιωθα κάποτε για σένα, αλλά έχεις αλλάξει. Το χαμόγελό σου είναι πιο αφοπλιστικό από ποτέ, η ματιά σου τόσο έντονη.
Ξαφνικά νιώθω να χάνω μερικούς παλμούς. Με ρωτάς τι κάνω. Σου απαντώ ότι είμαι μια χαρά και το εννοώ περισσότερο από ποτέ. Αλλά δεν θα ξεχάσω στιγμή τι πέρασα για να μπορώ να λέω αυτές τις λέξεις μπροστά σου.
Και ξαφνικά είναι σαν να σκάνε όλα. Οι πρώτες μέρες μετά τον χωρισμό μας, το αντίο που δεν είπαμε ποτέ, το πόσο ερωτευμένη ήμουν – το οποίο δεν άκουσες. Και ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήσουν η απάντηση στο τι θέλω στη ζωή μου.
Μικρές μάχες που έδινα κάθε μέρα για να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Νύχτες ολόκληρες να χαραμίζονται σε δάκρυα επειδή δεν έμεινες. Χαράματα που καθόμουν και ρωτούσα, «αφού ήθελε…», αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωνα την πρόταση.
Και έτσι περνούσε ο καιρός. Ό,τι ένιωθα ξεθώριαζε. Ήρθε όμως εκείνη η μέρα που επιτέλους σε είχα πετάξει. Όλα τα γκρίζα είχαν φύγει, και ό,τι κενό ένιωθα είχε ξεκινήσει σιγά-σιγά να γεμίζει.
Και φτάσαμε στο σήμερα. Σε έχω μπροστά μου, να σου λέω ότι είμαι καλά. Σε ρωτάω πώς είσαι, και μου απαντάς ένα ξερό «καλά». Σου λέω ένα τυπικό «χαίρομαι» και σε αποχαιρετώ βιαστικά.
Κατευθύνομαι στο εσωτερικό του μαγαζιού. Έπειτα από μερικά λεπτά, με πλησιάζεις και μου φωνάζεις ότι άλλαξες, αλλά δεν είσαι ο μόνος. «Κι εσύ φαίνεσαι διαφορετική».
Γυρνάω, σε κοιτάω με ένα βλέμμα που πετάει σπίθες και, με υψωμένο τόνο φωνής, σου λέω: «Άλλαξα, επειδή κάποτε αυτό που ήμουν δεν εκτιμήθηκε από κάποιους», και σε καρφώνω στα μάτια.
«Είμαι πια αυτή που δεν αναγνωρίζεις, η μη δεδομένη σου. Είμαι αυτή που κάποτε έλιωνε για σένα, αλλά σήμερα σου λέει ότι έμαθε να ζει χωρίς να υπάρχεις στη ζωή της. Και ας πέρασα ό,τι μου υποσχέθηκες ότι δεν θα ζήσω ποτέ μαζί σου».
Καθώς παίρνω τον καφέ μου και κατευθύνομαι προς την έξοδο, σε κοιτάω για τελευταία φορά. Το βλέμμα σου με κοιτάζει με ξάφνιασμα.
Βγαίνω από το μαγαζί και νιώθω πιο ελεύθερη από ποτέ. Θυσίασα πολλά για να το νιώθω αυτό σήμερα. Εφόσον φοβήθηκες το «μαζί», από εσένα θέλω μόνο το «χώρια». Μακριά σου και ήρεμη, παρά μαζί σου και μετέωρη.