Γράφει η Μαριάννα Αργυρίου
Λες και με έμαθες ποτέ.
Λες και κατάλαβες ποτέ τι άνθρωπο είχες απέναντί σου.
Με κοιτούσες, ναι. Με άγγιζες, ναι. Με φιλούσες σαν να ήμουν το τελευταίο πράγμα που θα κρατούσες ποτέ στα χέρια σου.
Αλλά δεν με έμαθες ποτέ.
Δεν είδες ποτέ το μέσα μου. Την τρέλα μου, τη φωτιά μου, τις στιγμές που έβραζα από ζωή και τις άλλες που ήθελα να χαθώ απ’ όλους. Δεν κατάλαβες ποτέ πως ήμουν όλα ή τίποτα. Πως δεν γούσταρα ημίμετρα, πως δεν ήμουν για μισές αγάπες και συμβιβασμούς.
Κι όμως, είχες το θράσος να λες πως με ήξερες.
Μου πέταγες ατάκες που έμοιαζαν μεστές και βαθυστόχαστες, λες και με είχες αποκρυπτογραφήσει, λες και είχες βρει τους κώδικές μου. Αλλά, ρε γαμώτο, δεν είχα κώδικες. Δεν ήμουν γρίφος να λύσεις, ούτε παζλ να ενώσεις κομμάτια. Ήμουν μπροστά σου ολόκληρη, ξεκάθαρη, απροκάλυπτη.
Και τι έκανες;
Έβλεπες μόνο ό,τι σε βόλευε.
Τις στιγμές που γελούσα, αλλά όχι τις στιγμές που ήθελα να ουρλιάξω.
Τις φορές που ήμουν ήρεμη, αλλά όχι τις στιγμές που ήμουν καταιγίδα.
Το κορμί που σου άνηκε τις νύχτες, αλλά όχι το μυαλό που έτρεχε σε δρόμους που δεν μπόρεσες να ακολουθήσεις.
Και κάπου εκεί, κατάλαβα.
Δεν με έμαθες ποτέ.
Δεν μπήκες ποτέ βαθιά.
Έμεινες στην επιφάνεια και με ονόμασες «γνωστή».
Αλλά ξέρεις τι λένε για τους ρηχούς ανθρώπους, έτσι;
Ότι ποτέ δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία μιας θάλασσας.
Και εγώ, αγάπη μου, ήμουν ωκεανός.
Κι εσύ νόμιζες πως ήμουν μια γαμημένη λακκούβα.