Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Φοβόμουν. φοβόμουν τον κόσμο. Φοβόμουν την μοναξιά. Δεν ήξερα πως είναι η καθημερινότητα μακριά σου.
Πώς θα μπορούσα να πορευτώ μόνη από εκεί και μετά. Πώς θα μπορούσα να χαμογελάσω ξανά αληθινά. Πώς θα γινόταν; Αναρωτιόμουν εάν υπάρχει ζωή δίχως εσένα. Γιατί για εμένα μάτια μου ήσουν πολλά.
Ήσουν ο φίλος μου, που μπορούσα να συζητήσω κάθε τι. Ήσουν ο άνθρωπος μου, εκείνος που ήξερα πως ότι κι αν του πω δεν θα με κρίνει. Ήσουν ο άνθρωπος που στα μάτια του έβλεπα τον έρωτα. Ήσουν ο άνθρωπος που μαζί του ένιωσα τι θα πει ανιδιοτελής αγάπη. Ήσουν εκείνος που πίστευα πως ποτέ, ότι κι αν γίνει δεν θα μπορέσει να μου κάνει κακό. Πως πάντα θα με προστάτευες. Μα πόσο λάθος έκανα τελικά.
Πόσο με θόλωσε το συναίσθημα. Ξέρεις τι ήσουν τελικά; Ο άνθρωπος που με πλήγωσε όσο κανείς άλλος. Ήσουν εκείνος που στην πιο δύσκολη, στην πιο ευάλωτη στιγμή μου με εκμεταλλεύτηκες. Με ποδοπάτησες. Με κατέστρεψες.
Όμως να σου πω κάτι; Σε ευχαριστώ, δεν θα σου κρατήσω κακία. Όχι γιατί είμαι καλός άνθρωπος ή γιατί είμαι τόσο μεγαλόψυχη. Αλλά γιατί μάτια μου είδα πόσο δυνατή είμαι. Πάλεψα, περπάτησα ξυπόλητη σε δρόμους πέτρινους.
Μάτωσα. Πόνεσα. Υπήρξαν στιγμές που δεν ήθελα να συνεχίσω, που και το να ξυπνάω το πρωί έμοιαζε άθλος. Κι όμως τα κατάφερα. Σε έβγαλα από μέσα μου, από τις σκέψεις μου, από την καρδιά μου. Πλέον σε σκέφτομαι και δεν πονάει.
Το ξέρω πως ποτέ δεν θα πάψω να σ’ αγαπώ, ξέρω πως ότι κι αν γίνει δεν θα πάψω να σε νοιάζομαι και να θέλω το καλό σου, μα επίσης ξέρω πως δεν σε θέλω στην ζωή μου. Εμείς οι δύο ήμασταν φωτιά. Μια φωτιά που έκαψε τα πάντα στο πέρασμα της, μέχρι κι εμάς τους ίδιους. Αντίο λοιπόν, να σε αγαπάς και να σε προσέχεις.