Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Όταν θα μπεις στην αυλή της, θα βρεις λουλούδια και δέντρα γεμάτα καρπούς.
Θα δεις κούνιες και παγκάκια ξύλινα και μεγάλες πέργκολες για να απολαύσεις την δροσιά.
Θα δεις όλων των λογιών τους ανθρώπους να κυκλοφορούν στην αυλή αυτή.
Άλλοι θα παίζουν, άλλοι θα διαβάζουν, άλλοι θα κάνουν yoga, άλλοι θα μιλάνε μαζί της.
Εκείνη, θα τους κοιτάει όλους, θα μιλάει με όλους, θα χαμογελάει σε όλους.
Εκείνη, είναι πάντα εκεί και η πόρτα της αυλής της θα είναι πάντα ανοιχτή.
Εκείνη, σπάνια έκλεισε την πόρτα της αυλής της.
Εκείνη, σπάνια έφυγε από εκεί.
Εκείνη, δεν άφηνε τους ανθρώπους της μόνους τους.
Εκείνη, δεν είχε μάθει να εγκαταλείπει.
Αν παρατηρούσες λίγο πιο προσεκτικά στην αυλή αυτή, θα έβλεπες κι ένα σπίτι.
Δεν ήταν μεγάλο, ούτε εντυπωσιακό.
Δεν είχε πολυτέλειες και ήταν τόσο απλό που μπροστά στην ομορφιά του κήπου, σπάνια του έδιναν σημασία οι πολλοί.
Στην πόρτα αυτού του σπιτιού υπήρχε μια ταμπέλα!
«Give milk to the mouse and the next day, it will ask for the cookie»
Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτή η ταμπέλα.
Άλλωστε ποιος να ασχοληθεί με ένα σπίτι μικρό όταν έχει τόσο κήπο με όλα τα καλά για να ασχοληθεί;
Κι αν κατά λάθος ή από περιέργεια προσπαθούσε κάποιος ν’ανοίξει την πόρτα, θα διαπίστωνε πως αυτή ήταν κλειδωμένη.
Κι όταν την ρώταγαν γιατί, εκείνη χαμογελούσε ήρεμα, γύρναγε την πλάτη της και έμπαινε στο σπίτι της. Σιωπηλά.
Εκεί υπήρχαν λίγα άτομα, ελάχιστα. Συνήθως κάθονταν στο πάτωμα, σε μεγάλες χρωματιστές μαξιλάρες και τους έβλεπες να γελάνε δυνατά, να μην τους νοιάζει τι γίνεται έξω.
Και κάπου κάπου την άκουγες να λέει…
«Σ’αυτό το σπίτι, εδώ μέσα, είναι η ψυχή μου.
Στην ζωή μου, μπορείτε να αλωνίσετε μα στην ψυχή μου δεν θα πατήσετε.
Εκεί, μπαίνει όποιος με τον καιρό δεν χάνεται.
Εκείνος, που όταν πάρει ότι θέλει, συνεχίζει να μένει.
Εκείνος, που εγώ θα τον διώχνω κι εκείνος θα μένει.
Εκείνος, που με το χρόνο θα αποδείξει πως δεν ήρθε μόνο να λεηλατήσει, να πάρει, να γεμίσει αλλά ήρθε και να δώσει.
Και μην γελιέσαι, ποτέ δεν θα σου ζητήσω.
Τίποτα.
Μόνος σου θα πρέπει να καταλάβεις το μυστικό για να ανοίξεις την κλειδωμένη πόρτα.
Μόνος σου θα πρέπει να καταλάβεις, πως εγώ, στα δίνω όλα, από την αρχή, μόνο και μόνο για να μην χρειαστεί να μείνεις παραπάνω απ’ όσο θα με αντέχεις μέχρι να πάρεις όλα όσα ήρθες να πάρεις.
Μόνος σου θα πρέπει να καταλάβεις, πως εγώ, γνώρισα πολλούς σαν κι εσένα.
Εσύ, δεν με γνώρισες ποτέ.
Γνώρισες εκείνα που σου έδωσα κι εκείνα που θα μπορούσα να σου δώσω.
Μα εμένα, δεν με γνώρισες ποτέ.
Γιατί στο τέλος της μέρας, έχω γνωρίσει πολλούς που δεν ήρθαν για να πάρουν «τίποτα» από εμένα και με άφησαν κομματιασμένη.
Γιατί στο τέλος της μέρας, έχω γνωρίσει τόσους σαν εσένα, που δεν μπορείς καν να με εντυπωσιάσεις την ώρα που θα φεύγεις.
Γιατί στο τέλος της μέρας, εγώ θα έχω πάντα το σπίτι μου να κουρνιάσω.
Εσύ, έφυγες χωρίς να σκεφτείς πως ότι πήρες, όσα κι αν ήταν, κάποτε θα τελειώσουν. Κι ένα μυστικό ξέχασα να στο πω για τούτο δω το μέρος. Όταν φύγεις, το μέρος αυτό σβήνεται από το χάρτη. Δεν μπορείς ποτέ να επιστρέψεις.
Εγώ, έμεινα.. Εγώ, μένω..
Εσύ… έμαθες να παίρνεις και να φεύγεις!
Εγώ, έμαθα να δίνω και να μένω.»