Γράφει ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος
Κανένα συναίσθημα δεν άφησες να θρηνήσει στον διωγμό της αγάπης μας. Γρήγορα φρέσκαρες τα γιορτινά σου φορέματα απ’ την ντουλάπα της αχαριστίας σου, για να αναπληρώσεις τις υποτιθέμενες χαμένες ώρες που έχασες μαζί μου.
«Καλό παιδί αλλά δεν αντέχω άλλο, βαρέθηκα, δεν ταιριάζουμε με αυτόν», λες στις φίλες σου. Μετά από τόσο καιρό θυμήθηκες πως η αγάπη «πάχυνε» απότομα, από στιγμές που με κόπο πρόσφερα στη σχέση μας, με αποτέλεσμα να μην της μπαίνουν πλέον τα ρούχα της.
Έτσι είναι η ζωή για σένα. Το ρητό «αλλού τρως, αλλού πίνεις… αλλού…» με κάνει να χαμογελώ. Μα και οι σερβιτόροι απαιτούν και δικαιούνται σεβασμό.
Αλλά είχες τύχη. Ναι, αυτή η τύχη φταίει, που σε λυπήθηκε, όταν έπαιζαν μπάλα οι οπαδοί σου και κραύγαζαν στα γκολ. Πού να θυμάσαι βέβαια τα δακρυσμένα «σ’ αγαπώ» που κάποτε άφηνες έξω από κλειστές πόρτες. Ποιος θυμάται τις χρονιές που έβρεχε για περισσότερο διάστημα; Για να τις θυμάσαι εσύ; Μπόρες ήταν περαστικές, μα δεν σε άγγιξαν φαίνεται.
Ξεσκόνισε τώρα το χαμόγελό σου, πλέξε τον ιστό σου και βγες να ζήσεις με τα θύματα που καρδιοχτυπούν για περιπέτειες, μέχρι το make up να βαρεθεί να καλύπτει τις ρυτίδες της ουτοπικής ευτυχίας σου. Έχεις καιρό, μέχρι η μοναξιά να σου θυμίσει πολλές βροχές που έγιναν λούτσα στο πέρασμά τους.
Συνέχισε τώρα να καμαρώνεις στις φίλες σου πως με άφησες. Αυτό σε βοηθά να νιώθεις δυνατή, όσο οι ξάστερες βραδιές στο επιτρέπουν. Να θυμάσαι, όμως, ότι κάποια στιγμή έρχεται το ξημέρωμα, και για μένα θα είναι ηλιόλουστο.
Στη θέση σου, θα κρατούσα μια ομπρέλα. Ο καιρός αλλάζει απότομα. Η βροχή γίνεται καταιγίδα και σαρώνει στο πέρασμά της.
Καλά ξενύχτια σου εύχομαι…